πωλητικός

From LSJ
Revision as of 21:48, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ → I've been nailed to the cross with the Anointed One. But I live, no longer as me; it's the Anointed One who lives in me! The life that I'm now living in the flesh, I'm living in the Faith of the son of God, who loved me and gave himself over for my sake. (Galatians 2:20)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πωλητικός Medium diacritics: πωλητικός Low diacritics: πωλητικός Capitals: ΠΩΛΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: pōlētikós Transliteration B: pōlētikos Transliteration C: politikos Beta Code: pwlhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A offering for sale, τὸ τῆς . . ἀρετῆς π. the trade of offering excellence for sale, Pl.Sph.224d.

German (Pape)

[Seite 827] den Verkauf betreffend, verkaufend, τινός, Plat. Soph. 224 d.

Greek (Liddell-Scott)

πωλητικός: -ή, -όν, ὁ παρέχων εἰς πώλησιν, τὸ τῆς... ἀρετῆς πωλητικόν, τὸ ἐπάγγελμα τοῦ πωλεῖν τὴν ἀρετὴν (τὴν ὑπεροχήν), Πλάτ. Σοφιστ. 224D. Ἐπίρρ. -κῶς.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α πωλητός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πώληση
2. αυτός που προσφέρει κάτι για πώληση
3. φρ. «τὸ τῆς... ἀρετῆς πωλητικόν» — το επάγγελμα του να πουλάει κανείς την αρετή.
επίρρ...
πωλητικῶς Α
με πωλητικό τρόπο.

Russian (Dvoretsky)

πωλητικός: продажный, торговый Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πωλητικός -ή -όν [πωλέω] verkoops-.