σφήκωμα
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
English (LSJ)
ατος, τό, A the point of a helmet where the plume is fixed in, εὐλόφῳ σ. S.Fr.341, cf. Ar.Pax 1216. II cord, PCair.Zen.518 (iii B.C.), Phryn.PS p.110 B., Philum.Ven.7.7, Hippiatr.24, Hsch., Paul.Aeg.6.25; dub. sens. in IG11(2).144 A 37 (Delos, iv B.C.).
German (Pape)
[Seite 1050] τό, 1) das Zusammengeschnürte, Festgebundene, das Band zum Festbinden, Medic., VLL.; später σπαρτίον, s. B. A. 64. – 2) am Helme der Ort, wo der Helmbusch befestigt wird, Soph. frg. 314 bei Schol. Ap. Rh. 3, 1371, v. l. σφήνωμα; – dah. auch der Helm selbst, Ar. Paz 1182; Valck. Phoen. 674. – Vgl. noch Nicom. arithm. 2, 26, wo ein geometrischer Körper so benannt ist, von der Aehnlichkeit mit dem Einschnitt einer Wespe.
Greek (Liddell-Scott)
σφήκωμα: τό, ἡ κορυφὴ τῆς περικεφαλαίας, ἔνθα ἐνεπηγνύετο ὁ λόφος, εὐλόφῳ σφ. Σοφ. Ἀποσπ. 314, πρβ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 1216. ΙΙ. = σφηνίσκος ΙΙ, Διοσκ., Παῦλ. Αἰγ. ΙΙΙ. σχοινίον, Μαυρικ. Στρατηγ. 4. 3, πρβλ. Α. Β. 64.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 bas du cimier d’un casque ; cimier;
2 lien, bandage, ceinture;
3 couvercle de marmite.
Étymologie: σφηκόω.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ σφηκῶ
1. επίδεσμος σφηνοειδής ως προς το σχήμα
2. σχοινί
αρχ.
η κορυφή της περικεφαλαίας όπου μπήγονταν το λοφίο.
Greek Monotonic
σφήκωμα: -ατος, τό, κορυφή της περικεφαλαίας όπου τοποθετείτο το λοφίο, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
σφήκωμα: ατος τό
1) гнездо для султана (на шлеме) Soph.;
2) гребень шлема Arph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σφήκωμα -ατος, τό [σφηκόω] insnoering (versmalde plaats op de helm waar het onderste, ingesnoerde gedeelte\n van de helmbos aan bevestigd zit).
Middle Liddell
σφήκωμα, ατος, τό,
the point of a helmet where the plume is fixed in, Ar.