ταχυεργός

From LSJ
Revision as of 08:45, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰχῠεργός Medium diacritics: ταχυεργός Low diacritics: ταχυεργός Capitals: ΤΑΧΥΕΡΓΟΣ
Transliteration A: tachyergós Transliteration B: tachyergos Transliteration C: tachyergos Beta Code: taxuergo/s

English (LSJ)

όν,    A doing or working quickly, Nonn.D.28.79; ὀπός ib.29.157; epith. of Horus, Sammelb.5620.14.    II hasty, App.Pun.47, BC2.120, Adam.1.16.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰχυεργός: -όν, ὁ ταχέως ποιῶν τι ἢ ἐργαζόμενος, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 5. 37. ΙΙ. ἄστατος, ἀσταθής, Ἀππ. Καρχηδ. 47, Ἐμφυλ. 2. 120, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
prompt à exécuter, diligent ; en mauv. part expéditif.
Étymologie: ταχύς, ἔργον.

Greek Monolingual

-ό / ταχυεργός, -όν, ΝΜΑ
Ο γρήγορος στη διεκπεραίωση ενός έργου
αρχ.
1. ευσπευσμένος, βιαστικός
2. ασταθής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -εργός (< ἔργον), πρβλ. θρασυ-εργός].

Greek Monotonic

τᾰχυεργός: -όν (*ἔργω), αυτός που εργάζεται με γρήγορο ρυθμό, που κάνει κάτι γρήγορα.

Middle Liddell

τᾰχυ-εργός, όν [*ἔργω
working quickly.