χηλαργός

From LSJ
Revision as of 10:20, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χηλαργός Medium diacritics: χηλαργός Low diacritics: χηλαργός Capitals: ΧΗΛΑΡΓΟΣ
Transliteration A: chēlargós Transliteration B: chēlargos Transliteration C: chilargos Beta Code: xhlargo/s

English (LSJ)

Dor. χᾱλ-, όν, (χηλή)    A with fleet hoofs, χ. ἅμιλλαι the racing of fleet horses, S.El.861 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1352] dor. χαλαργός, hufschnell, mit schnellen Hufen od. Füßen, χαλαργοὶ ἅμιλλαι, das Wettrennen der Pferde, Soph. El. 850.

Greek Monolingual

-όν, και χήλαργος, -ον, και δωρ. τ. χαλαργός -όν και χάλαργος, -ον, Α
1. (για ίππο) αυτός που έχει γρήγορες οπλές, γοργά πόδια, γοργοπόδαρος («ἦ καὶ χαλάργοις ἐν ἁμίλλαις οὕτως», Σοφ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «χαλαργούς
τὰ ἄκρα τῶν ποδῶν τῶν ὀνύχων, οἷον ποδαργούς, ἤ ταχύποδας».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χηλή /χαλά «οπλή» + ἀργός (Ι) «ταχύς, λευκός, στιλπνός»].

Greek Monotonic

χηλαργός: Δωρ. χᾱλ-, -όν (χηλή), αυτός που έχει γρήγορες οπλές, χηλαργοὶ ἅμιλλαι, αγώνας γρήγορων αλόγων, σε Σοφ.