ἀπρόσμαχος
οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead
English (LSJ)
ον, A irresistible, S. Tr.1098; τινί Luc.Tox.48.
German (Pape)
[Seite 339] unüberwindlich, τέρας, der Cerberus, Soph. Tr. 1088; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπρόσμαχος: -ον, ἀκαταμάχητος, ἀκαταγώνιστος, Σοφ. Τρ. 1098· τινὶ Λουκ. Τόξ. 48.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
contre qui l’on ne peut combattre, irrésistible.
Étymologie: ἀ, προσμάχομαι.
Spanish (DGE)
(ἀπρόσμᾰχος) -ον
1 de pers. y abstr. irresistible, contra quien no se puede luchar τέρας S.Tr.1098, θηρίου ὄψις Luc.Dom.22, σοφία Luc.Fug.10, εἶδος Orph.H.1.6, εὖχος Orph.H.72.4, cf. Posidonius 2, Poll.1.157
•c. dat. τὸ τοιοῦτο σύνταγμα ... ἀπρόσμαχον τοῖς ἐχθροῖς Luc.Tox.48, ὁ Ἀντίγονος καὶ ἦν τοῖς ὅλοις ἀ. Epit.Heidel.3.2.
2 de cosas inexpugnable τὸ ἀ. ... τοῦ πύργου μέρος Polyaen.2.27.2.
Greek Monolingual
ἀπρόσμαχος, -ον (Α)
ακατανίκητος, ακαταμάχητος.
Greek Monotonic
ἀπρόσμᾰχος: -ον (προσμάχομαι), ακαταγώνιστος, ακαταμάχητος, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπρόσμᾰχος: неодолимый, непобедимый (τέρας Soph.; φάλαγξ Plut.; ἀ. τοῖς ἐχθροῖς Luc.).
Middle Liddell
προσμάχομαι
irresistible, Soph.