ἀπόδερμα

From LSJ
Revision as of 15:14, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόδερμα Medium diacritics: ἀπόδερμα Low diacritics: απόδερμα Capitals: ΑΠΟΔΕΡΜΑ
Transliteration A: apóderma Transliteration B: apoderma Transliteration C: apoderma Beta Code: a)po/derma

English (LSJ)

   A v. ἀπόδαρμα.

German (Pape)

[Seite 300] τό, das abgezogene Fell, Her. 4, 64.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόδερμα: -ατος, το, (ἀποδέρω) τὸ ἀπεκδαρέν, ἀφαιρεθὲν δέρμα, Ἡρόδ. 4. 64.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
peau écorchée.
Étymologie: ἀποδέρω.

Greek Monolingual

ἀπόδερμα, το (Α)
προβιά, τομάρι.

Greek Monotonic

ἀπόδερμα: -ατος, τό (ἀποδέρω), δέρμα που έχει αφαιρεθεί με εκδορά, τομάρι, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόδερμα: ατος τό содранная кожа, шкура Her.

Middle Liddell

ἀποδέρω
a hide stripped off, Hdt.