ἁλίκλυστος

From LSJ
Revision as of 16:20, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλίκλυστος Medium diacritics: ἁλίκλυστος Low diacritics: αλίκλυστος Capitals: ΑΛΙΚΛΥΣΤΟΣ
Transliteration A: halíklystos Transliteration B: haliklystos Transliteration C: aliklystos Beta Code: a(li/klustos

English (LSJ)

ον,    A sea-washed, sea-beaten, of coast, S.Aj.1219 (lyr.); ἁ. πὰρ χθονὶ Πειραέως IG3.1344; ἁ. δέμας AP9.228 (Apollonid.).    2 high-surging, πόντος Orph.A.333.

German (Pape)

[Seite 96] meerbespült, πόντου πρόβλημα Soph. Ai. 1198; πέτραι Opp. H. 1, 155; Ep. ad. 399 (IX, 325); ἠϊονίς Agath. 49 (IX, 657); Σινώπη D. Per. 972; Orph. Arg. 331 πόντος, hochwogend.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλίκλυστος: -ον, ὁ ὑπὸ τῆς θαλάσσης κατακλυζόμενος, προσβαλλόμενος, Σοφ. Αἴ. 1219 (λυρ.)· ἁλ. πάρ χθονὶ Πειραέως, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 113· ἁλ. δέμας, Ἀνθ. Π. 9. 228. 2) ὁ ὑψηλὰ ἐγειρόμενος, ὑψηλὰ κύματα ἐγείρων, πόντος, Ὀρφ. Ἀργ. 335.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
baigné par la mer.
Étymologie: ἅλς¹, κλύζω.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [ᾰ-]
1 batido, bañado por el mar de promontorios y zonas costeras πρόβλημ' ἁλίκλυστον S.Ai.1219, ἁλικλύστῳ πὰρ χθονὶ Πειραέως IG 22.12476 (II d.C.), Μαραθών Nonn.D.13.153, ἁ. δέμας AP 9.228 (Apollonid).
2 de violento oleaje πόντος Orph.A 333.

Greek Monolingual

ἁλίκλυστος, -ον (Α)
1. αυτός που κατακλύζεται από τη θάλασσα, ο θαλασσόδαρτος
2. αυτός που σηκώνει ψηλά κύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + κλύζω, «περιβρέχω, ορμώ και σκεπάζω με κύματα»].

Greek Monotonic

ἁλίκλυστος: -ον (ἅλς, κλύζω), κατακλυζόμενος από θάλασσα, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἁλίκλυστος: омываемый морем (πόντου πρόβλημα Soph.; πέτρα Anth.).

Middle Liddell

[ἅλς, κλύζω
sea-washed, Soph.