ἐλλείχω
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
A lick in, take one's fill of, τινός Com.Adesp.125 Meineke.
German (Pape)
[Seite 800] hineinlecken; ἐλλείχοντα τῶν Ἀθηνῶν, Hesych., wohl aus com.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλλείχω: ἐπιμελῶς λείχω, ἐμφοροῦμαι, «ἐλλείχοντα τῶν Ἀθηνῶν... οἱ δὲ ἀττικίζοντα, ὃ καὶ ποιοῦσιν οἱ πρόσγραφοι ἵνα φαίνωνται ἀστοί· ἐλλείχοντα δὲ ἐμφορούμενον ἀπὸ τῶν τὸ μέλι λειχόντων» Ἡσύχ. (Κωμ. Ἀνών, 125)· πρβλ. ἐμπίνω, ἐμφορέω.
Spanish (DGE)
• Grafía: graf. ἐνλ- PSI Medic.3.19 (I/II d.C.)
1 de medicamentos chupar, dejar disolver en la lengua, tomar como electuario σήσαμον ... ἐν μέλιτι ἐλλείχειν Hp.Mul.1.92, ἄλφιτα προκώνια ... βεβρεγμένα ἐν ὕδατι, ἐλλείχειν ἄναλτα Hp.Mul.2.110, cf. PSI Medic.l.c.
2 fig. rebañar, lamer como una golosina, c. gen. obj. ἐλλείχοντα τῶν Ἀθηνῶν dicho de los extranjeros que imitan las costumbres de Atenas Com.Adesp.328.