Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐνήλατον

From LSJ
Revision as of 17:58, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Εἷς ἐστι δοῦλος οἰκίας ὁ δεσπότης → Unus familiae servus ipse adeo est herus → Nur einen Sklaven gibt's allein im Haus, den Herrn

Menander, Monostichoi, 168
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνήλᾰτον Medium diacritics: ἐνήλατον Low diacritics: ενήλατον Capitals: ΕΝΗΛΑΤΟΝ
Transliteration A: enḗlaton Transliteration B: enēlaton Transliteration C: enilaton Beta Code: e)nh/laton

English (LSJ)

τό, (ἐνελαύνω)    A anything driven in: as Subst. mostly pl., ἐνήλατα (sc. ξύλα), τά,    I the four rails, which make the frame of a bedstead, ἐ. ξύλα S.Fr.315, cf. Ph.1.666 (Att. κραστήρια, acc. to Phryn.155): later in sg., ἐνήλατον, τό, bedstead, Sor.2.61; τὸ τῆς κλίνης ἐ. PSI6.616.17 (iii A.D.).    II rungs of a ladder, which are fixed in the poles or sides, κλίμακος ξέστ' ἐνηλάτων βάθρα E.Ph.1179; ἄκρα κλιμάκων ἐνήλατα Id.Supp.729.    III ἀξόνων ἐνήλατα the pins driven into the axle, linchpins, Id.Hipp.1235.    IV ἐνήλατον· μέρος νεώς, Hsch.

German (Pape)

[Seite 840] τό, das Hineingetriebene, sc. ξύλον; – a) κλιμάκων ἐνήλατα, die langen Leiterbäume, zwischen welchen die Sprossen eingefügt sind, od. die Leitersprossen selbst; an Ersteres ist Eur. Phoen. 1186, κλίμακος ἀμείβων ξέστ' ἐνηλάτων βάθρα, vom Kapaneus, der die Sturmleiter hinaufsteigt, an Letzteres mehr Suppl. 751, ἐς ἄκρα βῆναι κλιμάκων ἐνήλατα zu denken. – b) ἀξόνων ἐνήλατα, der Pflock in der Achse vor dem Rade, Eur. Hipp. 1235. – c) die vier Hölzer des Bettrahmens, durch welche die Gurte, die den Boden des Bettes bilden, gezogen werden, die sogenannten Bettstollen, Soph. bei Poll. 10, 34, wofür Phryn. κραστήρια als att. empfiehlt, vgl. Lob. dazu p. 178 u. Artemid. 1, 74.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνήλατον: τό, (ἐνελαύνω) πᾶν τὸ ἐλαθέν, ἐμπηχθὲν ἐντός: ὡς οὐσ. ἐνήλατα (ἐνν. ξύλα), τά, Ι. αἱ τέσσαρες δοκοὶ αἱ σχηματίζουσαι τὰς πλευρὰς τῆς κλίνης, Λατ. spondae, Σοφ. Ἀποσπ. 295, Φίλων 1. 666, κτλ.· ἴδε Λοβέκκ. εἰς Φρύν. 132. ΙΙ. αἱ εἰς τὰ δύο ὀρθὰ ξύλα τῆς κλίμακος ἐμπεπηγμέναι βαθμίδες, κλίμακος ἀμείβων ξεστ᾿ ἐνηλάτων βάθρα, «τὰς βάσεις τῶν ἐνηλάτων τῆς κλίμακος» (Σχόλ.), Εὐρ. Φοίν. 1179· ἄκρα κλιμάκων ἐνήλατα ὁ αὐτ. Ἱκ. 729. ΙΙΙ. ἀξόνων ἐνήλατα, «οἱ πασσαλίσκοι οἱ πρὸς τῷ ἄξονι, τὰ καλούμενα ἁμαξηδόνια... τὰ ἐμβαλλόμενα πρὸς τῷ ἄξονι, ὥστε μὴ ἐξιέναι τὸν τροχόν» (Σχόλ.), Εὐρ. Ἱππ. 1235.

Spanish (DGE)

(ἐνήλᾰτον) -ου, τό
1 larguero de madera, parte del armazón de una cama o litera τῆς κλίνης τὸ ἔξω ἐ. el larguero externo del lecho Artem.2.9 (p.114), cf. Ph.1.666, PBon.42.5 (I a.C.) en BL 4.10, Phryn.149, Sor.4.4.36
armazón de madera de la cama τὸ τῆς κλίνης ἐ. PSI 616.17 (III a.C.), cf. Sor.4.5.5.
2 puente de la lira, S.Fr.314.316.
3 peldaño de una escalera κλίμακος ἐνήλατα E.Supp.729, cf. Ph.1179.
4 perno ἀξόνων τἐνήλατα los pernos de los ejes del carro, E.Hipp.1235, cf. Sch.A.Th.153n.
5 náut. parte de una nave Hsch.

Greek Monolingual

ἐνήλατον, το (Α) ενελαύνω
1. αυτό που μπήγεται, που εμβάλλεται
2. μακρύ ξύλο, δοκός, δοκάρι
3. στον πληθ. ἐνήλατα
τα ξύλινα σκαλιά, που προσαρμόζονται στις μακριές, όρθιες πλευρές της ανεμόσκαλας («κλίμακος ἀμείβων ξέστ' ἐνηλάτων βάθρα», Ευρ.)
4. (κατά τον Ησύχ.) «μέρος νεώς»
5. φρ. «ἐνήλατον ξύλον» ή ἐνήλατον
καθένα από τα τέσσερα δοκάρια που σχηματίζουν τον πλευρικό σκελετό του κρεβατιού ή και ο ίδιος ο σκελετός του κρεβατιού («ἀξόνων ἐνήλατα» — τα ξύλα που ξεκινώντας από τον άξονα μπήγονται στη στεφάνη του τροχού ακτινωτά για στηρίγματα).

Greek Monotonic

ἐνήλᾰτον: τό (ἐνελαύνω), οτιδήποτε καρφώνεται, μπήγεται μέσα σε κάτι· ως ουσ., ἐνήλατα (ενν. ξύλα), τά, τα ξύλα των σκαλοπατιών της σκάλας που είναι τοποθετημένα στο πλάι, σε Ευρ.
II. ἀξόνων ἐνήλατα, οι σιδερένιες σφήνες, οι σιδερένιοι πάσσαλοι που είναι μπηγμένοι στον άξονα της ρόδας, ο πείρος του τροχού, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐνήλᾰτον: τό
1) перекладина, брус: κλίμακος ἐνήλατα Eur. ступеньки лестницы;
2) чека (ἀξόνων ἐνήλατα Eur.).

Middle Liddell

ἐνήλᾰτον, ου, τό, ἐνελαύνω
I. anything driven in: as Subst., ἐνήλατα (sc. ξύλἀ, τά, the rounds of a ladder, which are fixed in the sides, Eur.
II. ἀξόνων ἐνήλατα the pins driven into the axle, linchpins, Eur.