ἐπιτέρπομαι

From LSJ
Revision as of 19:55, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτέρπομαι Medium diacritics: ἐπιτέρπομαι Low diacritics: επιτέρπομαι Capitals: ΕΠΙΤΕΡΠΟΜΑΙ
Transliteration A: epitérpomai Transliteration B: epiterpomai Transliteration C: epiterpomai Beta Code: e)pite/rpomai

English (LSJ)

Ep. Verb (also in later Prose, Agath.3.21),    A rejoice or delight in, ἄλλος ἄλλοισιν ἀνὴρ ἐπιτέρπεται ἔργοις Od.14.228, cf. Hes.Th.158 ; ἵπποις Pi.O.5.22 ; ἀγαθοῖς Thgn.1218 ; ἐπιτέρπεσθαι θυμόν h.Ap.204 ; Δήλῳ ἐ. ἦτορ ib. 146 : c. inf., AP9.766 (Agath.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτέρπομαι: Παθ., Ἐπικ. ῥῆμα, τέρπομαι ἐπί τινι, ἄλλοισιν ἀνὴρ ἐπιτέρπεται ἔργοις Ὀδ. Ξ. 228, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 166, Ἡσ. Θεογ. 158, Πινδ. Ο. 5. 51, Θέογν. 1218· ἐπιτέρπεσθαι θυμὸν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 204· Δήλῳ ἐπ. ἦτορ αὐτόθι 146· μετ’ ἀπαρ., Ἀνθ. Π. 9. 766.

English (Autenrieth)

take pleasure in, Od. 14.228†.

English (Slater)

ἐπῐτέρπομαι
   1 delight in c. dat. σε, Ὀλυμπιόνικε, Ποσειδανίοισιν ἵπποις ἐπιτερπόμενον (O. 5.22)

Greek Monolingual

(AM ἐπιτέρπομαι) τέρπομαι
μσν.
φρ. «ἐπιτέρπομαι εἴς τι» — χαίρω, ευχαριστιέμαι για κάτι
αρχ.
ευχαριστιέμαι, δοκιμάζω ευχαρίστηση, χαίρομαιἄλλος ἄλλοισιν ἀνήρ ἐπιτέρπεται ἔργοις», Ομ. Οδ.).

Greek Monotonic

ἐπιτέρπομαι: Παθ., χαίρομαι ή αγαλλιάζω, ευχαριστιέμαι, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτέρπομαι: (тж. ἐ. θυμόν HH) наслаждаться (τινι HH, Hes., Pind., Plut. и ποιεῖν τι Anth.): ἄλλος ἄλλοισιν ἀνὴρ ἐπιτέρπεται ἔργοις погов. Hom. у всякого свой вкус.

Middle Liddell


Pass. to rejoice or delight in a thing, c. dat., Od., Hes.