ἔμπρακτος

Revision as of 22:45, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A within one's power to do, practicable, μαχανά Pi.P.3.62: Comp. -ότερος, κένωσις Philum. ap. Orib.45.29.5, cf. Sor.2.9; Χρόνος ἔμπρακτος εἰς πάντα, propitious, Heph.Astr.2.30, cf. Vett.Val.205.32, al.; ἔμπρακτος ῥητορική = working rhetoric, Phld.Rh.1.10S., al.; also of persons, active, ἀνὴρ τὰ περὶ τὸν πόλεμον ἔ. D.S.13.102; τόλμαν ἔχειν ἔμπρακτον πρός τι ready for... ib.70; τὸ ἔμπρακτον, vigour, of oratory, Longin.11.2. Adv. ἐμπράκτως = actively, Plu.Sert.4; effectively, Phld.Lib.p.380., Archig. ap. Aët.12.1.    b holding office, ἄρχοντες Cod.Just.1.2.24.1.    2 ἔμπρακτος ἡμέρα = day on which legal business may be transacted, POxy.1882.14 (vi A.D.).    II under bond to pay, = εἴσπρακτος (chargeable), IG7.3171.54 (Orchom. Boeot.).

German (Pape)

[Seite 817] 1) ausführbar, μηχανή Pind. P. 3, 62. – 2) ausrichtend, thätig; τόλμα D. Sic. 13, 70; ἀνὴρ τὰ περὶ τὸν πόλεμ ον ἔμπρ. 13, 102; a. Sp. Dah. in der Rede τὸ ἔμπρακτον = die überzeugende Kraft, Longin. 11, 2. – Adv, βιοῦν Plut. Sert. 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμπρακτος: -ον, ὁ δυνάμενος νὰ ἐκτελεσθῇ, μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ’ ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν, «μηδαμῶς δέ, ὦ προσφιλεστάτη ψυχή, θνητὴ τυγχάνουσα ἐπ’ ἀθάνατον σπεῦδε βίον, ἀλλὰ μᾶλλον ἐπιζήτει μηχανήν, ἣν καὶ καταπράξασθαι δύνασαι, οἷον τοιούτοις ἐπιχείρει ἃ δύνανται πραχθῆναι» Σχόλ.), ὁ λόγος πρὸς ἑαυτόν, Πινδ. Π. 3. 110: - ἐπὶ προσώπων, δραστήριος, περί τι Διόδ. 13. 102˙ τόλμαν ἔχειν ἔμπρακτον πρός τι, ἑτοίμην πρός τι, ὁ αὐτ. 13. 70: - τὸ ἔμπρ., τὸ ἐναγώνιον, τὸ δραματικόν, Λογγῖν. 11. 2. - Ἐπίρρ. -τως, Πλουτ. Σερτ. 4. ΙΙ. ὑποχρεωμένος νὰ πληρώσῃ, παρ’ οὗ δύναται νὰ εἰσπράξῃ τις, Συλλ. Ἐπιγρ. 1569α. 54.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qu’on peut exécuter ou accomplir;
2 actif, énergique ; τὸ ἔμπρακτον, force, vigueur (d’un discours).
Étymologie: ἐμπράσσω.

English (Slater)

ἔμπρακτος, -ον
   1 practicable, possible (cf. Forssman, 111f., Strömberg, Gk. Prefix Studies, 118ff.) τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν (P. 3.62)

Spanish (DGE)

-ον
I 1de cosas y abstr. eficaz, que surte efecto u obtiene resultados prácticos τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν Pi.P.3.62, de remedios medicinales ὅπως ἡ κένωσις ἐμπρακτοτέρα γίνηται para que la purga actúe con más eficacia Philum. en Orib.45.29.5, cf. Dsc.1.39.2, ἔνπρακτ' ἐστὶν ἅπαντα καὶ εὔοδα καὶ πολυκερδῆ Orác. en TAM 3.35A.6 (Termeso, imper.), ἔμπρακτον ἀπάγγελλε τῶν ... ἀγραμμάτων τὴν διδασκαλίαν Ephr.Syr.1.279F, cf. Cyr.Al.Mt.4.11, ἔ. ῥητορική retórica práctica, relativa a la vida ordinaria ref. la retórica forense, dif. de la sofística y la política, Phld.Rh.1.17Aur.
subst. τὸ ἔ. energía, vigor de la oratoria, Longin.11.2
actividad física κατ' ἐπίστασιν τοῦ ἐμπράκτου τῆς διαίτης mediante la suspensión de la actividad que comporte su régimen de vida Sor.3.2.69.
2 de pers. y anim. activo, emprendedor, dispuesto para la acción ἀνὴρ ... τὰ περὶ τὸν πόλεμον ἔ. D.S.13.102, τόλμαν ἔχων ἔμπρακτον πρὸς πᾶσαν περίστασιν con una audacia capaz de afrontar cualquier situación D.S.13.70, ἔμπρακτον τὸ ζῷον τοῦτο ἐποίησεν ὁ Θεός Chrys.M.60.257, cf. Basil.M.31.1348D
que está en activo en el desempeño de un cargo οἱ ἔμπρακτοι ἄρχοντες ταύτης τῆς ... πόλεως Cod.Iust.1.2.24.1, cf. Iust.Nou.70 tít., ἔ. δομέστικος Λαγκιαρίων JHS 22.1902.353 n.97 (Licaonia, biz.).
3 ἔ. ἡμέρα día laborable, día apto para hacer gestiones públicas op. ἄπρακτος POxy.1882.14 (VI d.C.)
tb. astrol. día propicio para la acción περὶ ἀπράκτων καὶ ἐμπράκτων ἡμερῶν Heph.Astr.3.6 tít., cf. 3.23 tít., Vett.Val.90.8.
II sujeto a la ejecución, al cobro ejecutivo de una multa ἔ. ἔστω Εὐβώλυ ἁ πόλις τῶν Ἐρχομενίων IG 7.3171.54 (Orcómeno III a.C.), cf. IG 92.137.14 (Calidón II a.C.).
III adv. -ως
1 de modo efectivo, eficazmente Phld.Lib.fr.80.10, ἐ. βοηθεῖ ὁ ἐλλέβορος Archig. en Aët.12.1 (p.22).
2 de modo emprendedor ἀνδρὸς ἐ. βιωσομένου δόξαν ἔσχεν adquirió la reputación de un hombre llamado a cumplir grandes empresas Plu.Sert.4.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔμπρακτος, -ον)
Ι. νεοελλ.
1. αυτός που εκδηλώνεται στην πράξη («έμπρακτη αγάπη, φιλανθρωπία κ.λπ.»)
2. (νομ.) «έμπρακτη μετάνοια» — μετάνοια που εκδηλώνεται με αποζημίωση προς τον αδικημένο
μσν.
(νομ.) (για αξίωμα) αυτός που ασκείται
αρχ.-μσν.
1. (για πρόσ.) δραστήριος, ενεργητικός
2. αποτελεσματικός
αρχ.
1. αυτός που μπορεί να εκτελεστεί
2. ευνοϊκός
3. έτοιμος, πρόθυμος
4. αυτός που κατέχει αξίωμα ή αρχή
5. αυτός από τον οποίο επιτρεπόταν να απαιτηθεί η πληρωμή χρέους
6. φρ. «ἔμπρακτος ἡμερα» — αυτή κατά την οποία επιτρεπόταν να διενεργηθούν νομικές πράξεις. ΙΙ. επίρρ. εμπράκτως
με πράξεις, με έργα, έμπρακτα
αρχ.-μσν.
1. μεγαλοπρεπώς, επιδεικτικώς («προῆλθεν ἐμπράκτως μόνη χωρίς τοῡ ἀνδρὸς ἐν τῇ μεγάλῃ ἐκκλησίᾳ», Θεοφάν.)
2. στην πραγματικότητα, αληθινά
αρχ.
δραστηρίως ενεργητικώς.

Greek Monotonic

ἔμπρακτος: -ον, (ἐν), κατορθωτός, εφαρμόσιμος, εκτελεστός· επίρρ., -τως, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἔμπρακτος:
1) легко исполнимый, легкий (μαχανά Pind.);
2) деятельный (τόλμα Diod.).

Middle Liddell

ἔμ-πρακτος, ον adj [ἐν]
practicableadv. -τως, Plut.