παρήγορος
ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all
English (LSJ)
Dor. παρᾱγ-, ον, (ἀγορεύω) A consoling, soothing, μῦθοι A.R.1.479 : as Subst., comforter, S.El. 229 (lyr.), Epigr.Gr.344 ; Παρήγορος, ἡ, personified, Paus. 1.43.6. 2 c. gen., π. δίψης καὶ λιμοῦ assuaging them, M.Ant.(?) ap.Justin.M.Apol.1.71.
German (Pape)
[Seite 520] zuredend, ermunternd, tröstend; Soph. El. 224; Ap. Rh. 1, 479; παίγνια, Agath. 23 (V, 297); auch in später Prosa; – ἡ Παρήγορος, die Göttinn der Überredung, Πειθώ, Paus. 1, 43, 6.
Greek (Liddell-Scott)
παρήγορος: Δωρ. παρᾱγ-, ον, (ἀγορεύων) παρηγορητικός, πραϋντικός, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 479· ― ὡς οὐσιαστ., ὁ παρηγορῶν, ὁ παραμυθούμενος, Σοφ. Ἠλ. 229, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 344· καὶ Παρήγορος, ἡ, θεότης, ὡς τὸ Πειθώ, Παυσ. 1. 43, 6. 2) μετὰ γενικ., π. δίψης καὶ λιμοῦ, καταπραΰνων, καταπαύων, Μ. Ἀντων. (;) ἐν Ἰουστ. Μαρτ. Ἀπολ. 1. 71.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui exhorte, qui console ; ὁ παρήγορος SOPH consolateur.
Étymologie: παρά, ἀγορεύω.
Greek Monolingual
-η, -ο / παρήγορος και δωρ. τ. παράγορος, -ον, Α
αυτός που απαλύνει τον ψυχικό πόνο και επιφέρει ηρεμία και αισιοδοξία στην ψυχή, παραμυθητικός
αρχ.
1. αυτός που μειώνει ή εξουδετερώνει μια αρνητική κατάσταση («παρήγοροι δίψης καὶ λιμοῡ», Μάρκ. Αυρ.)
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ παρήγορος
αυτός που ενθαρρύνει ή ενισχύει κάποιον
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ Παρήγορος
προσωποποίηση θεότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -ήγορος (< ἀγορά), πρβλ. κατ-ήγορος, συν-ήγορος, με έκταση λόγω συνθέσεως. Το συνθ. αυτό, όπως και άλλα συνθ. σε -ήγορος, παρουσιάζει το χαρακτηριστικό ότι δεν έχει τη σημ. της λ. αγορά «συνάθροιση» αλλά τη σημ. του αγορεύω «μιλώ»].
Greek Monotonic
παρήγορος: Δωρ. παρ-ᾱγ-, -ον (ἀγορεύω), παρήγορος, παρηγορητικός, ενθαρρυντικός, και ως ουσ., παρηγορητής, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
παρήγορος: дор. παράγορος (ρᾱ) ὁ утешитель, увещеватель Soph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρήγορος -ον, Dor. παρᾱ́γορος [παρά, ἀγορεύω] troostend.