κάλυξις

From LSJ
Revision as of 15:10, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">11</span>" to "''ΙΙ''")

Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau

Menander, Monostichoi, 231
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάλυξις Medium diacritics: κάλυξις Low diacritics: κάλυξις Capitals: ΚΑΛΥΞΙΣ
Transliteration A: kályxis Transliteration B: kalyxis Transliteration C: kalyksis Beta Code: ka/lucis

English (LSJ)

[ᾰ], εως, ἡ, = foreg. 1.1, Hsch.; also, = foreg. ΙΙ, Id.

Greek (Liddell-Scott)

κάλυξις: -εως, ἡ, «κόσμος τις ἐκ ῥόδων» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κάλυξις, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.)
1. κάλυξ, κάλυμμα, σκέπασμα, περιτύλιγμα, περικάρπιο
2. στον πληθ. φρ. «κόσμος τις ἐκ ῥόδων» — κοσμήματα γυναικεία σε σχήμα κάλυκα άνθους, ίσως σκουλαρίκια ή πόρπες φορεμάτων ή άλλων κοσμημάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλύσσω (< κάλυξ, -υκος)].