ἀποξύω

From LSJ
Revision as of 10:09, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b3">[ῡ</b>" to "[ῡ")

τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποξύω Medium diacritics: ἀποξύω Low diacritics: αποξύω Capitals: ΑΠΟΞΥΩ
Transliteration A: apoxýō Transliteration B: apoxyō Transliteration C: apoksyo Beta Code: a)pocu/w

English (LSJ)

[ῡ], fut. -ξύσω, A = ἀποξέω, scrape off, τι Thphr.HP9.4.4; τὸν καττίτερον IG7.303.15 (Oropus), cf. Dsc.5.79:—Med., φάρμακον D.Chr.32.44: abs., scrape oneself, Plin.HN34.62. 2 metaph., strip off as it were a skin, γῆρας ἀποξύσας θήσει νέον Il.9.446, cf. Nosti Fr.6; κόρυζαν ἀποξύσας (prob. f.l. for ἀπομύξας) Luc.Nav.45; τὸ ἐρυθριᾶν ἀ. τοῦ προσώπου v.l. in Id.Vit.Auct.10: so in Pass., ἀπέξυσται τὴν αἰδῶ τοῦ προσώπου Alciphr.3.40:—Med., scrape off, φάρμακον D.Chr.32.44.

German (Pape)

[Seite 318] = ἀποξέω, abschaben, abstreifen, γῆρας Il. 9, 446; glätten, Od. 6. 269 ἀποξύουσιν ἐρετμά (falsche Lesart ἀποξύνουσιν), 9, 326 ἀποξῦσαι δ' ἐκέλευσα (falsche Lesart ἀποξῦναι), s. Buttmann Lexilog. 2, 70 ff; μοχλόν Luc. D. M. 2, 10; κόρυζαν Navig. 45; τὸ ἐρυθριᾶν Vit. auct. 10; ἀπέξυσται τὴν αἰδῶ τοῦ προσώπου Alciphr. 3, 40.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποξύω: [ῡ]: μέλλ. -ξύσω = ἀποξέω, ἀφαιρῶ τι δι’ ἀποξέσεως, τὸν δ’ ἐπὶ τοῖς δένδροις προσεχόμενον [λίβανον] ἀποξύειν σιδήροις Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 4, 4˙ τὸν καττίτερον Συλλ. Ἐπιγρ. 1570.15, πρβλ. ἀποξύνω. 2) μεταφ., ἀφαιρῶ τι ὡς ἐὰν ἦτο δέρμα, γῆρας ἀποξύσας θήσειν νέον Ἰλ. Ι. 446˙ κόρυζαν ἀποξύσας (πιθαν. γραφ. ἀντὶ ἀπομύξας) Λουκ. Πλοῖον 45˙ τὸ ἐρυθριᾶν ἀπ. τοῦ προσώπου ὁ αὐτ. Βίων Πρᾶσ. 10˙ οὕτως ἐν τῷ παθ., ἀπέξυσται τὴν αἰδῶ τοῦ προσώπου Ἀλκίφρ. 3. 40. - Μέσ., Δίων Χρυσ. 1. 375˙ πρβλ. ἀποξέω.

French (Bailly abrégé)

racler, gratter, acc. ; fig. ἀπ. γῆρας IL faire disparaître la vieillesse.
Étymologie: ἀπό, ξύω.

English (Autenrieth)

(= ἀποξέω), aor. inf. ἀπο- ξῦσαι (v. l. ἀποξῦναι), Od. 9.326, part. ἀποξύσᾶς: scrape off, smooth off; fig., γῆρας, Il. 9.446†.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [-ῡ-]

• Morfología: [med. perf. ind. ἀπέξυσται Alciphr.2.38.3, part. ἀπεξυσμένος LXX Le.14.42]
1 arrancar rascando τὸν λιβανωτὸν ... ἀποξύειν σιδήροις Thphr.HP 9.4.4, τὸν καττίτερον IG 7.303.15 (Oropo III a.C.), ἀπόξυε ... τὸν ἰόν Dsc.5.79, cf. Theopomp.Hist.392, Plu.2.913e, κάρφος ἀποξύσας Nonn.D.37.66, en v. pas. τὸ ἀποξυόμενον ἔνθεμα Gp.10.75.10
limpiar rascando τὴν οἰκίαν ἔσωθεν LXX Le.14.41, en v. pas. λίθους ἀπεξυσμένους LXX Le.14.42
quitar, limpiar κόρυζαν Luc.Nau.45 (cód.)
fig. despojar de γῆρας Il.9.446, Nosti 7, c. ac. y gen. τὸ ἐρυθριᾶν ἀπόξυσον τοῦ προσώπου borra de tu rostro el pudor Luc.Vit.Auct.10, tb. en v. med. τὴν αἰδῶ τῶν προσώπων ἀπέξυσται Alciphr.l.c.
2 en v. med. arrancarse, quitarse ἀποξυσάμενοι τὸ φάρμακον D.Chr.32.44
abs. rascarse Plin.HN 34.62.
3 afilar, terminar en punta en v. pas. ἀπεξυσμένα τὰ ὦτα Gal.7.30.

Greek Monolingual

ἀποξύω (Α)
1. ξύνω, αφαιρώ με ξύσιμο
2. αφαιρώ, αποβάλλω.

Greek Monotonic

ἀποξύω: [ῡ], μέλ. -ξύσω, απαρ. αορ. αʹ -ξῦσαι· αφαιρώ κάτι σα να ήταν δέρμα, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποξύω: досл. соскабливать, соскребать, перен. стряхивать, удалять (γῆρας Hom.; τὸ ἐρυθριᾶν τοῦ προσώπου Luc.).

Middle Liddell

to strip off as it were a skin, Il.