προωθώ
From LSJ
Greek Monolingual
προωθῶ, -έω, ΝΜΑ
ωθώ, σπρώχνω προς τα εμπρός
νεοελλ.
1. μτφ. α) βοηθώ κάποιον να προοδεύσει, να προαχθεί, συντελώ στην ιεραρχική εξέλιξή του («υπάρχουν φήμες ότι τήν προωθεί ο διευθυντής της»)
β) (σχετικά με ζητήματα, υποθέσεις) επισπεύδω την ευνοϊκή, συνήθως, εξέλιξη («ο υπουργός προώθησε τον διάλογο τών δύο χωρών»)
2. μέσ. προωθούμαι, -έομαι
α) στρ. προελαύνω καταλαμβάνοντας νέες θέσεις προς την κατεύθυνση του εχθρού
β) μτφ. i) (για πρόσ.) ανέρχομαι σε ανώτερη ιεραρχική κλίμακα, προάγομαι, προοδεύω
ii) (για υποθέσεις) προχωρώ προς ευνοϊκή λύση
αρχ.
1. (κυρίως ως όρος παλαιστικός) ωθώ προς τα πίσω ή ωθώ μακριά, απωθώ («προωθεῑν ὀπίσω», Ιπποκρ.)
2. φρ. «προωθῶ ἐμαυτὸν» — ορμώ προς τα εμπρός, εφορμώ.