επανίστημι

From LSJ
Revision as of 12:25, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things

Source

Greek Monolingual

(AM έπανίστημι Μ και ἐπανιστώ) ίστημι
παθ. επανίσταμαι
γίνομαι αντίπαλος, εξεγείρομαι εναντίον κάποιου, επαναστατώ («καὶ πρῶτον μὲν τῷ δήμῳ ἐπανέστησαν», Θουκ.)
μσν.
καθιστώ
αρχ.
1. ανεγείρω εκ νέου
2. ξεσηκώνω, κινώ σε στάση εναντίον κάποιου («τῷ Ἀκυΐνω τρισχιλίους ἄνδρας ἔκ τινος συσκίου χαράδρας ἐπανίστησιν», Πλούτ.)
3. παθ. α) εξεγείρομαι, ξεσηκώνομαι εναντίον κάποιου
β) σηκώνομαι από το κρεβάτι
γ) σηκώνομαι όρθιος («ἐπαναστὰς δὲ ἐπὶ τοῦ καταστρώματος ἐσκόπει τοὺς αὑτοῦ ἐπιτηδείους», Ξεν.)
δ) σηκώνομαι μετά από κάποιον ή με τη διαταγή κάποιου
ε) σηκώνομαι για να μιλήσω («ἐπαναστὰς δ' ὁ Φιλοκράτης... ἔφη», Δημοσθ.)
4. (για κτίσματα) υψώνομαι πάνω από μια επιφάνεια, εγείρομαι, ιδρύομαι
5. (για όγκο ή οίδημα) πρήζομαι
6. προεξέχω, προβάλλω
7. (η μτχ. παρακμ. ως ουσ.) οἱ ἐπανεστεῶτες ιων. τ.
οι επαναστάτες
8. φρ. «ἐπανίσταμαι τυραννεῑν» — επαναστατώ για να γίνω τύραννος
9. μέσ. ἐπανίσταμαι
ξεσηκώνω, διεγείρω ερωτικά.