ενθύμηση
οὐ σύ με λοιδορεῖς, ἀλλ᾿ ὁ τόπος → it is not thou who mockest me, but the roof on which thou art standing (Aesop)
Greek Monolingual
και θύμηση, η (AM ἐνθύμησις) ενθυμούμαι
σκέψη, στοχασμός, ανάμνηση («ώς που έχαναν και την ενθύμηση της πατρίδας τους», Καρκαβ.)
νεοελλ.
1. μνήμη, θυμητικό («μού ήρθε στην ενθύμηση μου»)
2. ενθύμιο, αναμνηστικό, σουβενίρ
3. πληθ. (παλαιογρ.) οι πρόχειρες σημειώσεις διαφόρων γεγονότων στο περιθώριο εκκλησιαστικών και άλλων βιβλίων
μσν.
1. υπενθύμιση
2. αφήγηση, διήγηση
3. φρ. α) «ἔρχομαι εἰς ἐνθύμησιν» — θυμούμαι
β) «ἔχω ἐνθύμησιν νά...» — σκοπεύω
αρχ.
1. νόηση, διανόημα, σκέψη, συλλογισμός («ἰδών ό Ἰησοῡς τὰς ἐνθυμήσεις αὐτῶν εἶπεν
ἵνα τί ὑμεῑς ἐνθυμεῑσθε πονηρὰ ἐν ταῑς καρδίαις ὑμῶν», ΚΔ)
2. ιδέα, σύλληψη, αντίληψη («τὰς ἐνθυμήσεις οξύν, τήν παιδείαν βαθύν, Λουκιαν.)
3. ανησυχία, ενόχληση
4. αποφασιστικότητα, τόλμη.