επικόπτω

From LSJ
Revision as of 14:40, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῦν " to "οῦν")

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83

Greek Monolingual

ἐπικόπτω (Α) κόπτω
1. χτυπώ πάνω σε κάτι για να το σκοτώσω, σκοτώνω με χτύπημα («πέλεκυν... ὀξὺν ἔχων ἐν χειρὶ παρίστατο, βοῦνἐπικόψων», Ομ. Οδ.)
2. κλαδεύω δέντρα, κόβω τις κορυφές
3. (για θάμνους) κόβω για να καθαρίσω το έδαφος
4. κόβω, χαράζω ξανά («ἐπικόπτουσιν ἀποτριβέντα», Στράβ.)
5. χαράζω με χτύπημα πάνω σε νόμισμα
6. ανακόπτω, καταστέλλω («φιληδονίαν ἐπικόπτων ἀκόλαστον», Πλούτ.)
7. (για πρόσ.) ταπεινώνω («ὁ δὲ Περσῶν βασιλεύς... τοὺς πεφρονηματισμένους... ἐπέκοπτε πολλάκις», Αριστοτ.)
8. επικρίνω, κατηγορώ, επιτιμώ, ψέγω
9. ειρωνεύομαι, κοροϊδεύω
10. βλάπτω, ζημιώνω, εξασθενίζω
11. μέσ. επικόπτομαι
θρηνώ, οδύρομαι («ἔκρυψα πέπλοις κἀπεκοψάμην νεκρόν», Ευρ.).