χαύνος

From LSJ
Revision as of 12:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun

Source

Greek Monolingual

-η, -ο / χαῡνος, -αύνη, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος Α
1. (για πρόσ.) πνευματικά νωθρός, αποκοιμισμένος, αποβλακωμένος
2. (για πνευματικές ή ψυχικές καταστάσεις) άτονος, χαλαρός (α. «σε μια προσήλωση ως κρατεί χαύνο το πνεύμα», Μαλακ.
β. «σύμπασιν δ' ὑμῑν χαῡνος ἔνεστι νόος», Σόλ.)
νεοελλ.
(για πρόσ.) αποχαυνωμένος
μσν.-αρχ.
μαλακός, πλαδαρός («ἡ δὲ τῶν χλωρῶν κωβίων σὰρξ χαυνοτέρα ἐστί», Αθήν.)
αρχ.
1. (για ύφασμα) αυτός που δέν έχει πυκνή υφή, αραιός
2. (για ξύλο) πορώδης
3. (για ενέργειες) αδύναμος, υποτονικός
4. μτφ. α) (για πρόσ.) αλαζόνας, κομπαστής
β) (για πράγμ.) μάταιος («κενεᾱν ἐλπίδων χαῡνον τέλος», Πίνδ.).
επίρρ...
χαύνως Α
1. χαλαρά, νωθρά
2. ανόητα, κουτά, βλακωδώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. χαῦνος (< χαFνος) έχει σχηματιστεί από το θ. χαF- της λ. χάος, με επίθημα -νος, και τονίστηκε στην παραλήγουσα αντί του αναμενόμενου χαυ-νός (πρβλ. πυκ-νός, τερπ-νός). Για το ζεύγος χάος: χαῦ-νος πρβλ. ἔρεβος: ἐρεμνός.