κεραμῖτις

From LSJ
Revision as of 16:50, 19 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "nisi leg." to "nisi leg.")

ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερᾰμῖτις Medium diacritics: κεραμῖτις Low diacritics: κεραμίτις Capitals: ΚΕΡΑΜΙΤΙΣ
Transliteration A: keramîtis Transliteration B: keramitis Transliteration C: keramitis Beta Code: kerami=tis

English (LSJ)

ιδος, ἡ, A of or for pottery, κ. γῆ potter's earth, Hp. Morb.1.17, 3.1, Plu.2.827e, Gal.2.137; κ., ἡ, a gem of the colour of potsherds, Plin.HN37.152 (acc. -την, nisi leg. -τιν, Cat.Cod.Astr. 8(2).169, cf. 8(1).190).

German (Pape)

[Seite 1420] ιδος, ἡ, γῆ, Töpfererde; Plat. Legg. VIII, 844 b, v. l. κεραμίς; Hippocr.; Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κερᾰμῖτις: -ιδος, ἡ, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν κεραμευτικήν, κ. γῆ, κεραμευτικὸς πηλός, ὡς τὸ κεραμὶς ΙΙΙ, Ἱππ. 453. 23., 488 7, Πλούτ. 2. 827D· καλεῖται καὶ παρθένιος γῆ παρὰ τῷ Κλήμ. Ἀλ. 321, ἄργιλλα παρὰ τῷ Γαλην.

French (Bailly abrégé)

ίτιδος
adj. f.
d’argile : γῆ terre de potier.
Étymologie: κέραμος.

Greek Monolingual

η (Α κεραμῑτις, -ιδος) κέραμος
φρ. «κεραμίτις γη» ή «κεραμίτις» — χώμα κατάλληλο για την κεραμευτική, κεραμιδόχωμα
αρχ.
πολύτιμος λίθος με χρώμα κεράμου.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεραμῖτις, -ίτιδος [κέραμος] pottenbakkers-:. κ. γῆ pottenbakkersaarde Hp.

Russian (Dvoretsky)

κεραμῖτις: ῐδος (ῑτ) adj. f горшечная, гончарная (γῆ Plut.).