κτηνοβάτης

From LSJ
Revision as of 13:14, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κτηνοβάτης Medium diacritics: κτηνοβάτης Low diacritics: κτηνοβάτης Capitals: ΚΤΗΝΟΒΑΤΗΣ
Transliteration A: ktēnobátēs Transliteration B: ktēnobatēs Transliteration C: ktinovatis Beta Code: kthnoba/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ, (A βαίνω A.11.1) one guilty of bestiality, one who commits bestiality, zoophile, bestialist, zoosexual Sch.Ar. Ra.432, 965.

German (Pape)

[Seite 1519] mit Thieren Unzucht treibend, Schol. Ar. Ran. 432.

Greek (Liddell-Scott)

κτηνοβάτης: ᾰ, ου, ὁ, (βαίνω ΙΙ. 1), ὁ ἐκτελῶν παρὰ φύσιν μῖξιν μετὰ κτήνους, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 432, 965· ― ἐντεῦθεν κτηνοβατέω, Achmes Ὀνειρ. 132· κτηνοβασία, ἡ, συνουσία μετὰ κτήνους, Ἐκκλ

Greek Monolingual

ο (Μ κτηνοβάτης)
άνθρωπος που συνουσιάζεται με ζώο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. στυλοβάτης, σχοινοβάτης.