ἀλκίβιος
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
English (LSJ)
ἡ, A = ἔχις, Cretan bugloss, Echium parviflorum, used as an antidote to snake-bite, Sch. Nic.Th.541. (Ἀλκιβίον is pr. n. in Nic.l.c.)
German (Pape)
[Seite 100] ἔχις, eine Pflanze gegen den Schlangenbiß, Nic. Ther. 541; auch ἀλκιβιάδειον.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλκίβιος: ἡ, μετὰ καὶ ἄνευ τοῦ ἔχις, εἶδος ἀγχούσης χρησιμευούσης ὡς ἀντίδοτον κατὰ τοῦ δήγματος τῶν ὄφεων, Νικ. Θ. 541· ὡσαύτως ἀλκιβιάδειον ἢ -άδιον, τό, Διοσκ. 4. 23, 24, Γαλην. 13 σ. 149.
Greek Monolingual
ἀλκίβιος, η (Α)
είδος του φυτού άγχουσα, αντίδοτο για το δάγκωμα του φιδιού, πρβλ. ἀλκιβιάδειον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλκί- (< ἀλκὴ) + βίος.