δατητής

From LSJ
Revision as of 21:22, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾰτητής Medium diacritics: δατητής Low diacritics: δατητής Capitals: ΔΑΤΗΤΗΣ
Transliteration A: datētḗs Transliteration B: datētēs Transliteration C: datitis Beta Code: dathth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A distributer, πικρὸς χρημάτων δ. Ἄρης A.Th. 943 (lyr.). II in Att. law, liquidator of estates or partnerships, Arist.Ath.56.6, etc.

German (Pape)

[Seite 524] ὁ, Vertheiler, Aesch. Spt. 945 χρημάτων, vgl. Harpocr. u. Poll. 4, 176. 8, 136.

Greek (Liddell-Scott)

δατητής: -οῦ, ὁ, ὁ διαμοιράζων, Αἰσχύλ. Θήβ. 945, Ἀριστ. Ἀποσπ. 383, Λυσ. παρ’ Ἁρπ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui fait un partage.
Étymologie: δατέομαι.

Spanish (DGE)

(δᾰτητής) -οῦ, ὁ

• Alolema(s): dór. -άς A.Th.945
repartidor πικρὸς χρημάτων κακὸς δ. Ἄρης A.l.c., cf. Poll.4.176
en derecho ático partidor, repartidor de bienes comunes εἰς δατητῶν αἵρεσιν Arist.Ath.56.6, Harp.s.u. δατεῖσθαι, Poll.8.136, Sud.s.u. δατεῖσθαι.

Greek Monolingual

δατητής, ο (Α)
ο διανεμητής, ο μοιραστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δατη- του δατέομαι].

Greek Monotonic

δατητής: -οῦ, ὁ, αυτός που διαμοιράζει, μοιραστής, διανομέας, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

δᾰτητής: οῦ ὁ
1) распределитель (χρημάτων Aesch.);
2) (в атт. праве) датет (уполномоченный по разделу наследства) Arst.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δατητής -οῦ, ὁ, Dor. δατητάς [δατέομαι] verdeler.

Middle Liddell

δατέομαι, a distributer, Aesch.