ἀλεής

From LSJ
Revision as of 17:05, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλεής Medium diacritics: ἀλεής Low diacritics: αλεής Capitals: ΑΛΕΗΣ
Transliteration A: aleḗs Transliteration B: aleēs Transliteration C: aleis Beta Code: a)leh/s

English (LSJ)

ές, A like ἀλεεινός, in the warmth, ὕπνος S.Ph.859 (lyr.) (codd., Sch.; ἀδεής cj. Reiske.

German (Pape)

[Seite 91] ές (nach B. A. p. 380 ἁλεής), ὕπνος, wär mender, erquickender Schlaf, Soph. Phll. 847. Bei Hes. O. 491 wird jetzt richtig ἐπ' ἀλέα λέσχην gelesen, doch ziehen einige Erkl. die vulg. ἐπαλέα vor.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλεής: -ές, ὅμοιον τῷ ἀλεεινός, θερμὸς ἐν τῷ ἡλίῳ, ὕπνος, Σοφ. Φ. 859 (λυρ.): - οὕτως ἔχουσι τὰ χειρόγραφα καὶ οὕτως ἑρμηνεύει ὁ Σχολ., ἀλλ’ ἡ εἰκασία τοῦ Reiske, ἀδεής, εἶναι λίαν πιθανή.

French (Bailly abrégé)

(ὁ), ὕπνος
sommeil au moment le plus chaud du jour ; sel. d’autres sommeil qui réchauffe.
Étymologie: ἀλέομαι.

Spanish (DGE)

-ές

• Prosodia: [ᾰ-]
que está al calor ἀλεὴς ὕπνος ἐσθλός S.Ph.858.

Greek Monolingual

ἀλεής, -ές (Α) ἀλέα (ΙΙ)]
ο αλεεινός.

Greek Monotonic

ἀλεής: -ές, σαν το ἀλεεινός, θερμός στον ήλιο, ὕπνος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀλεής: ἀλέα I] предполож. согреваемый лучами солнца: ἀ. ὕπνος Soph. полуденный сон.

Middle Liddell

like ἀλεεινός,]
in the sun, ὕπνος Soph.