ἀκαλαρρείτης
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ου, ὁ, (ἀκαλός, ῥέω) A soft-flowing, epithet of Ocean, Il.7.422, Od.19.434.
German (Pape)
[Seite 67] sanft fließend, ἀκαλός u. ῥέω, Hom. zweimal, Iliad. 7, 422 Od. 19, 434 ἠέλιος μὲν ἔπειτα νέον προσέβαλλεν ἀρούρας (,) ἐξ ἀκαλαρρείταο βαθυρρόου Ὠκεανοῖο (οὐρανὸν εἰσανιών); – Orph. Arg. 1055 ἀκαλαρρείτης τε Σαράγγης.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκᾰλαρρείτης: -ου, ὁ, (ἀκαλός, ῥέω) = μαλακῶς, ἡσύχως ῥέων, ἀκύμαντος, ἐπίθ. τοῦ Ὠκεανοῦ, Ἰλ. Η. 422, Ὀδ. Τ. 434: - ἐν Ὀρφ. Ἀργ. 1185, ἀκᾰλάρροος, ον.
French (Bailly abrégé)
αο;
adj.
qui coule doucement, silencieusement.
Étymologie: ἀκαλός, ῥέω.
English (Autenrieth)
(ἀκαλός): gentlyflowing; epithet of Oceanus, Il. 7.422 and Od. 19.434.
Spanish (DGE)
(ἀκᾰλαρρείτης) -ου
• Morfología: [gen. ἀκαλαρρείταο Il.7.422, Od.19.434]
que discurre suavementede Océano Il.l.c., Od.l.c., Diph.125.5, del río Saranges, Orph.A.1052.
Greek Monolingual
ἀκαλαρρείτης, ο (Α)
αυτός που ρέει ήσυχα, ο ακύμαντος
«ἐξ ἀκαλαρρείταο βαθυρρόου Ὠκεανοῑο» (Όμ. Η 422).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκαλὸς «ήσυχος, ήρεμος» ή ἀκαλὰ επιρρ. + -ρείτης < -ρεFε-τας < ρέω
πρβλ. και ἀκαλάρροος].
Greek Monotonic
ἀκᾰλαρρείτης: -ου, ὁ (ἀκαλός, ῥέω), αυτός που ρέει ήσυχα, μαλακά, ακύμαντος, λέγεται για τον Ωκεανό, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκᾰλαρρείτης: αο adj. m медленно (спокойно) текущий (Ὠκεανός Hom.).
Frisk Etymological English
See also: 2. ἀκή
Middle Liddell
ἀκαλός, ῥέω]
soft-flowing, of Ocean, Hom.
Frisk Etymology German
ἀκαλαρρείτης: {akalarreítēs}
Forms: nur im Vers ἐξ ἀκαλαρρείταο βαθυρρόου Ὠκεανοῖο (Η 422, τ 434).
Etymology : Für ἀκαλαρρεϝέτης, eine Zusammenbildung von ἀκαλά und ῥέω mittels des Suffixes -της. Im selben Sinn auch ἀκαλάρροος (Orph.). Das als Adverb fungierende Vorderglied kommt nur noch vereinzelt vor (Hes., Sapph.), daneben Glossen wie ἀκαλόν· ἥσυχον, πρᾶον, μαλακόν H.; Adv. ἀκαλῶς Eust. — Gewöhnlich wird ἀκαλά als ein neutraler Plural angesehen (Bechtel Lex., Wackernagel Unt. 87), was jedoch nicht ganz sicher ist, s. die Fälle bei Schwyzer 622: 8. Zum Vergleich melden sich ἀκήν, ἀκέων (Buttmann Lexilogus 1, 11f.), ferner ἦκα (Bechtel Lex. 23). Adjektiva auf -αλο- sind selten: ὁμαλός, ἁπαλός u. a. (Chantraine Formation 245; zu ἀταλός vgl. s. v.).
Page 1,50