αχνάρι

From LSJ
Revision as of 06:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand

Source

Greek Monolingual

και χνάρι, το
1. το αποτύπωμα του πέλματος από τα πόδια ανθρώπων ή ζώων
2. ίχνος, σημάδι
3. το πέλμα του ποδιού
4. μέτρο μήκους (όσο το πέλμα του ποδιού) («το ρίχνουν τα κλεφτόπουλα και πάει σαράντα χνάρια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αχνάρι < μσν. ιχνάριον, υποκορ. του αρχ. ίχνος, με αφομοίωση του αρκτικού φωνήεντος προς το φωνήεν της συλλαβής που ακολουθεί (πρβλ. απάνω < επάνω, αργάτης < εργάτης, αστακός < οστακός)].