επίπλωση
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
Greek Monolingual
η
1. εφοδιασμός ενός χώρου (δωματίου, σπιτιού, γραφείου κ.λπ.) με έπιπλα
2. το σύνολο τών επίπλων ενός οικήματος και ο τρόπος τοποθετήσεώς τους
(«πλούσια, καλλιτεχνική επίπλωση» κ.λπ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. ameublement). Η λ. στον λόγιο τ. επίπλωσις μαρτυρείται από το 1883 στον Στέφ. Κουμανούδη].