κλίνειος
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
English (LSJ)
α, ον, A of or for beds, ξύλα D.27.10.
German (Pape)
[Seite 1453] zum Lager gehörig, ξύλα κλίνεια Dem. 27, 10, woraus κλῖναι gemacht werden.
Greek (Liddell-Scott)
κλίνειος: -α, -ον, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κλίνην, ξύλα κλίνεια Δημ. 816. 19.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de lit.
Étymologie: κλίνη.
Greek Monolingual
κλίνειος, -εία, -ον (Α)
αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε κλίνη («ξύλα κλίνει' εἰς ὀγδοήκοντα μνᾶς ἄξια», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + επίθημα -ειος (πρβλ. κήπ-ειος, λεόντ-ειος)].
Greek Monotonic
κλίνειος: -α, -ον, αυτός που αναφέρεται στα κρεβάτια, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
κλίνειος: (λῑ) относящийся к кровати (ξύλα Dem.).
Middle Liddell
κλίνειος, η, ον
of or for beds, Dem. [from κλῑ́νη]