κράξιμο

From LSJ
Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source

Greek Monolingual

το (Μ κράξιμον)
νεοελλ.
1. κραυγή, ιδίως ο κρωγμός κόρακα, πετεινού κ.λπ.
2. κάλεσμα ζώου, ιδίως όρνιθας
3. η απομίμηση της φωνής διαφόρων θηραμάτων με τεχνητά μέσα ή όργανα από τους κυνηγούς
4. σκωπτικά επαναλαμβανόμενο επιφώνημα
5. γελοιοποίηση
μσν.
1. κλήση, πρόσκληση
2. έφεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κραξ- του κράζω (πρβλ. αόρ. -κραξ-α) + κατάλ. -ιμο (πρβλ. παίξ-ιμο, σκούξ-ιμο)].