λυρῳδός
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
A v. λυραοιδός.
Greek (Liddell-Scott)
λῠρῳδός: ὁ, συνῃρ. ἀντὶ λυραοιδός, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
v. λυραοιδός.
Greek Monolingual
λυρῳδός, ασυναίρ. τ. λυραοιδός, ὁ (Α)
αυτός που τραγουδά με μουσική υπόκρουση λύρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύρα + -ῳδός (< ἀοιδός < ἀείδω «τραγουδώ»), πρβλ. κιθαρ-ωδός, τραγ-ωδός].
Greek Monotonic
λῠρῳδός: συνηρ. αντί λυρ-αοιδός.
Russian (Dvoretsky)
λῠρῳδός: ὁ и ἡ стяж. = λυραοιδός.