μητρώος

From LSJ
Revision as of 12:30, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑΜ μητρῷος, -ῴα, -ον)
αυτός που ανήκει στη μητέρα ή προέρχεται από τη μητέρα, μητρικός («οἱ πατρῷοι καὶ μητρῷοι θεοί», Ξεν.)
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το μητρώο
κατάλογος που τηρείται από το κράτος, τους δήμους και τις κοινότητες και στον οποίο εγγράφονται πολίτες του ενός ή και τών δύο φύλων για λόγους δημόσιου συμφέροντος
2. φρ. α) «στρατολογικό μητρώο» — κατάλογος αρρένων πολιτών ο οποίος τηρείται στα κατά τόπους στρατολογικά γραφεία και στον οποίο εγγράφονται οι στρατεύσιμοι πολίτες
β) «ποινικό μητρώο» — κατάλογος ο οποίος τηρείται στις κατά τόπους δικαστικές αρχές ή στο υπουργείο Δικαιοσύνης για τους άγνωστης διαμονής και τους γεννημένους στην αλλοδαπή, στον οποίο εγγράφονται όσοι έχουν καταδικαστεί αμετάκλητα με βούλευμα ή δικαστική απόφαση, για πλημμέλημα ή κακούργημα ή, προκειμένου για ανηλίκους, όσοι έχουν υποστεί περιορισμό σε σωφρονιστικό κατάστημα ή έχουν απαλλαγεί ως ακαταλόγιστοι
γ) «φορολογικό μητρώο» — κατάλογος τών φορολογουμένων ο οποίος τηρείται από τις αρμόδιες οικονομικές εφορίες με στοιχεία για κάθε φορολογούμενο
δ) «έχει λερωμένο το μητρώο του» — έχει ύποπτο παρελθόν
αρχ.
1. (το ουδ. ως κύριο όν.) τὸ Μητρῷον
α) ο ναός της Δήμητρος
β) το ιερό της μητέρας τών θεών Κυβέλης
γ) στον πληθ. τὰ Μητρῷα
i) η λατρεία της Κυβέλης
ii) η μουσική που παιζόταν προς τιμήν της Κυβέλης
2. (το αρχ. ως κύριο όν.) ο Μητρῷος
ονομασία μήνα στη Βιθυνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτρως, γεν. μήτρω-ος + κατάλ. -ιος (πρβλ. πατρῷος < πάτρως). Είναι χαρακτηριστικό ότι το επίθ. που θα αναμενόταν για να δηλώσει ό,τι ανήκει ή αναφέρεται στη μητέρα, δηλ. το επίθ. μήτρ-ιος, δεν μαρτυρείται. Στη θέση του εμφανίζεται το μητρῷος, που παράγεται από το θέμα της λ. μήτρως «αδελφός ή πατέρας της μητέρας» και όχι από το θέμα της λέξης μήτηρ (μήτριος). Το γεγονός αυτό αντικατοπτρίζει το πρότυπο μιας πατριαρχικής κοινωνίας, που δεν αναγνώριζε στη μητέρα τα ίδια δικαιώματα με τον πατέρα. Το επίθ. μήτριος απαντά μόνο εν συνθέσει (πρβλ. ομο-μήτριος)].