ψάθα

From LSJ
Revision as of 06:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
1. βοτ. κοινή ονομασία του φυτού τύφη
2. είδος πλέγματος που κατασκευάζεται από τα στελέχη του παραπάνω φυτού και το οποίο χρησιμοποιείται ως χαλί ή ως στρώμα («σκούπισε τα πόδια σου στην ψάθα»)
3. (κατ' επέκτ.) κάθε πλέγμα από στελέχη αγρωστωδών φυτών
4. ψάθινο καπέλο για άνδρες ή για γυναίκες
5. ναυτ. (σε ιστιοφόρο) ωτοειδές ιστίο
6. φρ. α) «έμεινε στην ψάθα» — έχασε κάθε περιουσιακό στοιχείο, έμεινε απένταρος
β) «πέθανε στην ψάθα» — πέθανε πάμπτωχος
γ) «βάζει το νερό κάτω από την ψάθα»
μτφ. είναι πολύ ύπουλος άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψαθί + μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ. κεφάλι: κεφάλα)].