λαοσεβής

From LSJ
Revision as of 14:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαοσεβής Medium diacritics: λαοσεβής Low diacritics: λαοσεβής Capitals: ΛΑΟΣΕΒΗΣ
Transliteration A: laosebḗs Transliteration B: laosebēs Transliteration C: laosevis Beta Code: laosebh/s

English (LSJ)

ές,

A worshipped by the people, ἥρως Pi.P.5.95.

Greek (Liddell-Scott)

λᾱοσεβής: -ές, λατρεύομαι ὑπὸ τοῦ λαοῦ, Πινδ. Π. 5. 129.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
révéré du peuple.
Étymologie: λαός, σέβω.

English (Slater)

λᾱοσεβής
   1 honoured by the people μάκαρ μὲν ἀνδρῶν μέτα ἔναιεν, ἥρως δ' ἔπειτα λαοσεβής Battos (P. 5.95)

Greek Monolingual

λαοσεβής, -ές (Α)
αυτός ο οποίος λατρεύεται από τον λαό ή τον οποίο σέβεται ο λαόςἥρως δ' ἔπειτα λαοσεβής», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαο- + -σεβής (< σέβας < σέβομαι), πρβλ. ευ-σεβής, θεο-σεβής].

Greek Monotonic

λᾱοσεβής: -ές (σέβω), αυτός που λατρεύεται, είναι σεβαστός από τον λαό, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

λᾱοσεβής: почитаемый народом (ἥρως Pind.).

Middle Liddell

λᾱο-σεβής, ές σέβω
worshipped by the people, Pind.