κρυψιμέτωπος

From LSJ
Revision as of 14:00, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

δειναὶ δ' ἅμ' ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → and after him come dread spirits of death that never miss their mark

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρυψιμέτωπος Medium diacritics: κρυψιμέτωπος Low diacritics: κρυψιμέτωπος Capitals: ΚΡΥΨΙΜΕΤΩΠΟΣ
Transliteration A: krypsimétōpos Transliteration B: krypsimetōpos Transliteration C: krypsimetopos Beta Code: kruyime/twpos

English (LSJ)

ον, A hiding the forehead, Luc.Lex.7.

German (Pape)

[Seite 1517] die Stirn verbergend, Luc. Lexiph. 7.

Greek (Liddell-Scott)

κρυψιμέτωπος: -ον, ὁ κρύπτων τὸ μέτωπον, Λουκ. Λεξιφ. 7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui cache le visage.
Étymologie: κρύπτω, μέτωπον.

Greek Monolingual

κρυψιμέτωπος, -ον (Α)
αυτός που κρύβει το μέτωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυψι- (βλ. κρυπτο-) + -μέτωπος (< μέτωπον), πρβλ. αντι-μέτωπος, λευκο-μέτωπος].

Russian (Dvoretsky)

κρυψῐμέτωπος: ὁ (sc. κρατήρ) кубок с большим раструбом (досл. закрывающий чело) Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρυψιμέτωπος -ον [κρύψις, μέτωπον] die het gezicht verbergt.