σκιασμός
καλῶς δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλον ἢ νικᾶν κακῶς → I would prefer to fail with honor than to win by evil | I prefer to fail by acting rightly rather than win by acting wrongly | Better fail by doing right, than win by doing wrong (Sophocles, Philoctetes 95)
English (LSJ)
ὁ,= σκίασμα (shadow cast) 1, Sch.Arat.872, Vett.Val.241.27. 2 a disease, perh. specks before the eyes, Id.210.5. 3 visitation by a ghost (σκιά), PMag.Par.1.2701.
German (Pape)
[Seite 898] ὁ, = Vorigem; Schol. Arat. Dios. 138; Lob. Phryn. 512.
Greek (Liddell-Scott)
σκιασμός: ὁ, = τῷ προηγ., Σχόλ. εἰς Ἄρατ. 869.
Spanish
visita de una sombra, visita de un espectro
Greek Monolingual
(I)
ὁ, ΜΑ σκιάζω (Ι)]
το σκίασμα
αρχ.
1. εμφάνιση φαντάσματος
2. κηλίδα, στίγμα που εμφανίζεται μπροστά στα μάτια.
(II)
και σκιαγμός, ο, Ν σκιάζω (II)]
σκιάσμα, σκιάξιμο («που οχ το σκιασμό όλος ο λαός τ' αμμάτια ντως κινούνε», Ερωτόκρ.).