ἀργινόεις

From LSJ
Revision as of 10:30, 20 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")

ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργῐνόεις Medium diacritics: ἀργινόεις Low diacritics: αργινόεις Capitals: ΑΡΓΙΝΟΕΙΣ
Transliteration A: arginóeis Transliteration B: arginoeis Transliteration C: arginoeis Beta Code: a)rgino/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, A = ἀργός, bright-shining, white, epithet of Lycastus and Camirus, from their lying on chalky hills, Il.2.647,656; νῆσοι Ἀργινοῦσαι X.HG1.6.27; of milk, AP7.23 (Antip. Sid.); χαλινά A.R.4.1607; μαστός, v.l. for ἀργάεις (q.v.), Pi.P.4.8.

Greek (Liddell-Scott)

ἀργῐνόεις: εσσα, εν, = ἀργός (ὅ ἴδε), ὁ λευκὴν ἐκπέμπων αἴγλην, οὗ ἡ λευκότης λάμπει μακρόθεν, ἐπίθ. τῶν πόλεων Καμείρου καὶ Λυκάστου, ἀλλὰ δὲν δύναται νὰ εἴπῃ τις μετὰ βεβαιότητος ἂν ἔλαβον τὸ ἐπίθετον τοῦτο ἐκ τοῦ λευκοῦ ἐδάφους ἐφ’ οὗ ἔκειντο ἢ ἐκ τῶν λευκῶν αὐτῶν οἰκοδομῶν, ἴδε σημ. Jebb ἐν Σοφ. Ο. Κ. 670, (οὕτως ὁ Ὁράτ. claram Rhodon), Ἰλ. Β. 647, 656· οὕτω καὶ τὰ ἔξωθεν τῆς Αἰολίδος νησίδια ἐκαλοῦντο Ἀργινοῦσαι Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 27· «ἀργ[ε]ινόεντα· λευκόν, λευκόγειον, ἀργι[λ]ώδη» Ἡσύχ.· ἐπὶ τοῦ γάλακτος, Ἀνθ. Π. 7. 23· χαλινὰ Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1607.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
éclatant de blancheur, blanc en parl. de terrains calcaires et crayeux.
Étymologie: ἀργός¹.

English (Autenrieth)

acc. -εντα: white-gleaming, epithet of towns in Crete, because of chalk cliffs in the vicinity, Il. 2.647, 656.

English (Slater)

ἀργῑνόεις,
   1 gleaming white ἐν ἀργινόεντι μαστῷ (codd.: ἀργεννόεντι Schr.) (P. 4.8) ]

Spanish (DGE)

(ἀργῐνόεις) -εσσα, -εν
• Alolema(s): ἀργεννόεις Pi.P.4.8
blanco, brillante de ciu. y accidentes geográficos Λύκαστος Il.2.647, Κάμειρος Il.2.656, οὔρεα μακρά h.Pan 12, μαστός (de Cirene), Pi.l.c., cf. D.P.1176, gener. χαλινά A.R.4.1607, πάχνη A.R.2.738, ἔφηλις Nic.Th.333, ἰχθύες Marc.Sid.6, γάλα AP 7.23 (Antip.Sid.).

Greek Monolingual

ἀργινόεις (-εντός), -εσσα, -εν (Α)
ο αστραφτερός, ο λευκός, αυτός που ασπρίζει από μακριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αργινόεις, από τον οποίο προήλθε το όνομα των νησιών Αργινούσ-(σ)αι, αποτελεί πιθ. μετρική παρέκταση ενός υποθετικού τ. αργινός < αργι - (όπως πυκινός < πυκι -). Η λ. χρησιμοποιήθηκε ως προσωνυμία των πόλεων Κάμιρος και Λύκαστος].

Greek Monotonic

ἀργῐνόεις: -εσσα, -εν, Επικ. τύπος του ἀργός, λευκός, επίθ. των Ροδιακών πόλεων από τους αργιλώδεις λόφους τους, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀργῐνόεις: όεσσα, όεν ослепительно белый (Λύκαστος Hom.; οὔρεα HH; γάλα Anth.).

Middle Liddell

ἀργός
white, epithet of Rhodian cities, from their chalky hills, Il.