ἐκνέμω
αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point
English (LSJ)
A pasture, ἀγέλας Ph.2.233 :—more freq. in Med. with aor. ἐξενεμήθην, feed off or on, τι Thphr.HP9.16.1, Nic.Th.571; inhabit, χώρας Ph.2.524 : metaph., λύπης τὴν διάνοιαν ἐκνεμομένης Luc.Am. 25. II go forth to feed: metaph. in Med., οὐκ ἄψορρον ἐκνεμῇ πόδα; S.Aj.369(lyr., s. v.l.). III Medic., -όμενον ἕλκος rodent ulcer, Alex.Trall.9.3. IV ἐκνενεμήκασι· παραδεδώκασιν, and ἐκνενέμηται· ἐξῆλθεν, ἐξῆκται, Hsch.
German (Pape)
[Seite 770] (s. νέμω). als Auszeichnung zutheilen; σέβας Aesch. Eum. 92, Conj. für ἐκ νόμων. – Gew. med., aus-, abweiden, Theophr. = zernagen; übertr., λύπης τὴν διάνοιαν ἐκνεμομένης Luc. Amor. 25. – Aber οὐκ ἄψοῤῥον ἐκνεμεῖ πόδα; Soph. Ai. 362, wirst du nicht weggehen (den Fuß hinaussetzen)?
Spanish (DGE)
A Ien v. med., c. mov., suj. de pers.
1 llevar afuera, conducir fuera οὐκ ἄψορρον ἐκνεμῇ πόδα; S.Ai.369, cf. Hsch.s.u. ἐκνενέμηται, Sud.
2 trasladarse a habitar, emigrar a, expandirse ocupando τὰς (χώρας) πλείστας ... τῶν ἐν Εὐρώπῃ καὶ Ἀσίᾳ Ph.2.524.
II en v. med., sin mov., suj. anim.
1 pacer en, ramonear en c. ac. de lugar. τοῦτον (τόπον) αἱ αἶγες ἐκνέμονται Thphr.HP 9.16.1
•abs. pastar τὰ πρόβατα Thphr.HP 8.11.9, (ταῦρον) ἄφετον ἐάσας ἐκνέμεσθαι Ph.2.323, cf. Nil.Narr.5.11
•comerse totalmente, devorar (ὁσσάτιον) Nic.Th.571, πᾶσαν τὴν εἰσφερομένην τροφήν la tenia, Gal.14.272.
2 fig. consumir, desgastar λύπη ... τὴν διάνοιαν Luc.Am.25.
III en v. act., suj. de pers.
1 apacentar ἀγέλας παντοδαπῶν ζῴων Ph.2.233.
2 atribuir, asignar en v. pas. οἱ ... Λευῖται ... συλλήπτορες τοῖς ἱερουργοῖς ἐκνενέμηνται Cyr.Al.M.68.848A, κατὰ τοῦ ἐκνεμηθέντος λαοῦ τῷ Χριστῷ Cyr.Al.M.70.380C, τῆς ἐκνεμηθείσης ἐκκλησίας αὐτῷ Cyr.Al.Ep.Domn.277.13, c. giro prep. αὐτοὺς τοὺς ἐκνεμηθέντας αὐτῷ πρὸς ἱερουργίαν Cyr.Al.Ep. en ACO 1.1.4 (p.42.10)
•entregar, distribuir ἐκνενεμήκασι· παραδεδώκασιν Hsch., en v. pas. ἐκνενέμηται· διαμεμέρισται Sud.
B fig., intr. extenderse ἕλκος Alex.Trall.2.439.2.
Greek Monolingual
ἐκνέμω (AM)
1. βόσκω, κατατρώγω κάτι βόσκοντας
2. κατοικώ
3. μέσ. απομακρύνω
4. εξέρχομαι
5. μοιράζω, απονέμω
6. ιατρ. (για πληγή) εξαπλώνομαι.