παροκωχή

From LSJ
Revision as of 19:40, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρpleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παροκωχή Medium diacritics: παροκωχή Low diacritics: παροκωχή Capitals: ΠΑΡΟΚΩΧΗ
Transliteration A: parokōchḗ Transliteration B: parokōchē Transliteration C: parokochi Beta Code: parokwxh/

English (LSJ)

ἡ, (παρέχω) A supplying, furnishing, νεῶν Th.6.85(ap. Phot., Suid.; παροχή codd.); γνωμῶν J.AJ 17.9.5(v.l.παρακωχή).

German (Pape)

[Seite 526] s. παρακωχή, so steht bei Phot. u. Suid.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
att. c. παρακωχή.

Greek Monolingual

ἡ, Α
το να χορηγεί, το να προμηθεύει κανείς κάτι, η παροχή, η χορήγηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ὀκωχή (< ἔχω με αναδιπλασιασμό), πρβλ. κατ-οκωχή].

Greek Monotonic

παροκωχή: ἡ, αναδιπλ. τύπος αντί παροχή, προμήθεια, εφοδιασμός, σε Θουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παροκωχή -ῆς, ἡ [παρέχω] levering.

Russian (Dvoretsky)

παροκωχή: v. l. παροχή ἡ доставка, поставка (νεῶν Thuc.).

Middle Liddell

παρ-οκωχή, ἡ,
redupl. form of παροχή, a supplying, furnishing, Thuc.