πυριλαμπής

From LSJ
Revision as of 22:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠριλαμπής Medium diacritics: πυριλαμπής Low diacritics: πυριλαμπής Capitals: ΠΥΡΙΛΑΜΠΗΣ
Transliteration A: pyrilampḗs Transliteration B: pyrilampēs Transliteration C: pyrilampis Beta Code: purilamph/s

English (LSJ)

ές, A bright with fire, ἀστέρες AP5.15 (Marc. Arg. cod. Plan., περιλάμπει cod.Pal.), cf. Arat.1040, Hymn.Is.8, Opp.C.3.72, al.

German (Pape)

[Seite 822] ές, mit Feuer oder wie Feuer glänzend; Arat. 1040; Opp. Cyn. 3, 72; ἀστέρες, M. Arg. 10 (V, 16); oft bei Maneth.

Greek (Liddell-Scott)

πῠρῐλαμπής: -ές, ὁ λάμπων ὡς πῦρ, ἀστέρες Ἀνθ. Π. 5. 16· δίφρος [ἠελίοιο] αὐτόθι 1. 10, 41, πρβλ. Ἄρατ. 1040, Ὀππ. Κυν. 3. 72· ὁ σίδηρος στίλβει πυριλαμπὲς Πλουτ. Κράσσ. 24 Schäf.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui brille comme du feu.
Étymologie: πῦρ, λάμπω.

Spanish

resplandeciente por el fuego

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που λάμπει σαν τη φωτιά («πυριλαμπεῑς ἀστέρες», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -λαμπής (< λάμπω), πρβλ. νυκτι-λαμπής, φωτολαμπής.

Greek Monotonic

πῠρῐλαμπής: -ές (λάμπω), αυτός που λάμπει όπως η φωτιά, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

πῠρῐλαμπής: сияющий огнем, сверкающий (sc. σίδηρος Plut. - v. l. περιλαμπής; ἀστέρες Anth.).

Middle Liddell

πῠρῐ-λαμπής, ές λάμπω
bright with fire, Plut.