φόως

From LSJ
Revision as of 14:38, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φόως Medium diacritics: φόως Low diacritics: φόως Capitals: ΦΟΩΣ
Transliteration A: phóōs Transliteration B: phoōs Transliteration C: foos Beta Code: fo/ws

English (LSJ)

τό, Ep. A = φῶς (q. v.): hence φόωσδε, to the light, to the light of day, Il.2.309, 19.103, etc.

German (Pape)

[Seite 1301] τό, ep. Dehnung des aus φάος zsgz. φῶς, Licht, Tageslicht, Hom.

Greek (Liddell-Scott)

φόως: τό, κατ’ Ἐπικ. ἐπέκτ. ἐκ τοῦ φῶς, ὅπερ καὶ αὐτὸ γίνεται κατὰ συναίρεσιν ἐκ τοῦ φάος, φῶς, συχν. παρ’ Ὁμήρῳ, ἀλλὰ μόνον κατ’ ὀνομαστ. καὶ αἰτιατ. τοῦ ἑνικ, ὅθεν ἄκλιτον. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φόως· φῶς. χαρά· σωτηρία», καὶ: «φόως ἐρέουσα (Ἰλ. Β. 49)· τὴν ἀνατολὴν τοῦ ἡλίου σημαίνουσα. (διορ. σημανοῦσα).

French (Bailly abrégé)

(τό) :
poét. c. φάος.

English (Autenrieth)

see φάος.

Greek Monolingual

τὸ, Α
βλ. φως.

Greek Monotonic

φόως: τό, Επικ. εκτεταμ. από το φῶς, που είναι το ίδιο συνηρ. από φάος· φως, σε Όμηρ., μόνο σε ονομ. και αιτ. ενικ.· πρβλ. φόωσδε, στο φως, στο φως της ημέρας, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

φόως: τό Hom. (только nom. и acc. sing.) = φάος.

Middle Liddell

[epic lengthd. from φῶς, which is itself contr. from φάος
light, Hom., only in nom. and acc. sg.;