ὀνόκλεια

From LSJ
Revision as of 12:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

German (Pape)

[Seite 348] ἡ, die Pflanze ἄγχουσα, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνόκλεια: ἴδε ὀνοχειλές.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
autre n. de la plante ἄγχουσα.
Étymologie: ὄνος, ?

Greek Monolingual

ὀνοκλεία και, δ. ανάγνωση, ὀνόκλεια, ἡ (Α)
το φυτό αγχούσα, κν. βοϊδόγλωσσα.