μεταρσιόω
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
English (LSJ)
A lift up, τὰς ὑστέρας Hp.Mul.2.138:—Pass., νέφος μεταρσιωθέν Hdt.8.65.
German (Pape)
[Seite 153] von dem Vorigen, in die Höhe heben, wie μετεωρίζω, μεταρσιωθέν, Her. 8, 65.
Greek (Liddell-Scott)
μεταρσιόω: αἴρω, σηκώνω ὑψηλά, μετεωρίζω, νέφος μεταρσιωθὲν Ἡρόδ. 8. 65.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
élever dans les airs;
Moy. μεταρσιόομαι-οῦμαι s’élever dans les airs.
Étymologie: μετάρσιος.
Russian (Dvoretsky)
μεταρσιόω: высоко поднимать (νέφος μεταρσιωθέν Her.).