πυκνίτης

From LSJ
Revision as of 13:43, 9 February 2021 by Spiros (talk | contribs)

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυκνῑ́της Medium diacritics: πυκνίτης Low diacritics: πυκνίτης Capitals: ΠΥΚΝΙΤΗΣ
Transliteration A: pyknítēs Transliteration B: pyknitēs Transliteration C: pyknitis Beta Code: pukni/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, A assembled in the Pnyx, δῆμος π. Ar.Eq.42: fem. πυκνῖτις, from the Pnyx, κονία IG22.1672.199.

German (Pape)

[Seite 815] ὁ, att. = πνυκίτης, sich in der πνύξ versammelnd, δῆμος, Dind. Ar. Equ. 42.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
habitué de la Pnyx.
Étymologie: Πνύξ.

Greek Monolingual

ὁ, θηλ. πυκνῑτις, -ίτιδος, Α
1. αυτός που αναφέρεται στην Πνύκα
2. αυτός που συναθροίζεται στην Πνύκα («ἀκράχολος Δῆμος πυκνίτης, δύσκολον χερόντιον ὑπόκωφον», Αριστοφ.)
3. αυτός που προέρχεται από την Πνύκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Πνύξ, Πυκνός (βλ. λ. Πνύξ) + επίθημα -ίτης / -ῖτις (πρβλ. Ταρταρ-ίτης)].

Greek Monotonic

πυκνίτης: [ῐ], -ου, ὁ, αυτός που συναθροίζεται στην Πνύκα (για συνέλευση), σε Αριστοφ., πρβλ. πνύξ.

Russian (Dvoretsky)

πυκνίτης: ου (ῑ) adj. m собирающийся (обычно) в Пниксе (δῆμος Arph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυκνίτης -ου [Πύκνα] op de Pnyx vergaderend:. δῆμος π. het volk dat op de Pnyx vergadert Aristoph. Eq. 42.

Middle Liddell

πυκνῑ́της, ου, ὁ,
assembled in the Pnyx, Ar.; cf. πνύξ.