ἀχάριτος

From LSJ
Revision as of 10:00, 29 July 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "euphem." to "euphemism")
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀχάρῐτος Medium diacritics: ἀχάριτος Low diacritics: αχάριτος Capitals: ΑΧΑΡΙΤΟΣ
Transliteration A: acháritos Transliteration B: acharitos Transliteration C: acharitos Beta Code: a)xa/ritos

English (LSJ)

[χᾰ], ον, = ἀχάριστος (ungracious, unpleasant, unpleasing, without grace, without charms, unfavourable, ungrateful, thankless), A unseemly, Plu.Sol.20; euphemism, παθήματα ἀ. ἐόντα μαθήματα γέγονε Hdt.1.207. Adv. οὐκ -τως ἔφη Ath.7.281c, cf. Hermog.Id.2.11, D.C.66.9. 2 ungrateful, thankless, δῆμον εἶναι συνοίκημα ἀχαριτώτατον Hdt.7.156; χάρις ἀ. A.Ch.42 (lyr., Elmsl.), E.Ph.1757 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 417] = ἀχάριστος, ἀχάριτα (oder von ἄχαρις), Her. 1, 207; Plut. Sol. 20; superl. ἀχαριτώτατος Her. 7, 156.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχάρῐτος: -ον, = ἀχάριστος, ὁ μὴ ἔχων χάριν, Πλουτ. Σό. 20: ― παρ’ Ἡροδ. ὡς τὸ ἄχαρις κατ' εὐφημ., παθήματα ἀχάριτα ἐόντα Ἡρόδ. 1. 207. 2) ἀγνώμων, ἀχάριστος, δῆμον εἶναι συνοίκημα ἀχαριτώτατον ὁ αὐτ. 7. 156· χάρις ἀχάριτος, ὡς τὸ ἄχαρις, Εὐρ. Φοίν. 1757· καὶ ἀχάριτον διωρθώθη ὑπ’ Ἐλμσλ. χάριν τοῦ μέτρου, ἐν Αἰσχύλ. Χο. 42.

French (Bailly abrégé)

1ος, ον :
1 désagréable ; par euph. p. pénible;
2 sans reconnaissance, ingrat ; χάρις ἀχάριτος ESCHL marque de reconnaissance qui n’en est pas une;
Sp. ἀχαριτώτατος.
Étymologie: ἀ, χάρις.
2gén. de ἄχαρις.

Spanish (DGE)

(ἀχάρῐτος) -ον
• Prosodia: [-χᾰ-]
I 1de poca gracia, poco divertido παιδιά Pl.Lg.761d, ἡδοναί D.Chr.6.12
poco agraciado, feo πρόσωπον Demetr.Eloc.130, cf. Plu.Sol.20.
2 desagradecido δῆμον εἶναι συνοίκημα ἀχαριτώτατον Hdt.7.156.
3 que no favorece χάρις ἀ. ofrenda que no es ofrenda A.Ch.44, E.Ph.1757.
II adv. -ως
1 sin gracia, con poca gracia ἀ. ἔφη Ath.281c, cf. Hermog.Id.2.11, D.C.66.9.5.
2 de mala gana οὓς δὲ ἑώρα ἀ. ἑπομένους X.Cyr.7.4.14.

Greek Monolingual

ἀχάριτος, -ον (Α) χάρις
1. αχάριστος, αγνώμων
2. δυσάρεστος.

Greek Monotonic

ἀχάρῐτος: -ον = ἀχάριστος ή ἄχαρις, σε Ηρόδ.
2. αγνώμων, αχάριστος, στον ίδ.· χάρις ἀχάριτος, όπως ἄχαρις, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀχάριτος: Aesch., Eur., Her., Plut. = ἀχάριστος.

Middle Liddell


1. = ἀχάριστος or ἄχαρις, Hdt.
2. ungrateful, thankless, Hdt.; χάρις ἀχ., like χάρις ἄχαρις, Eur.