ἀνάμβατος

From LSJ
Revision as of 11:00, 20 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "]]del " to "]] del ")

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάμβᾰτος Medium diacritics: ἀνάμβατος Low diacritics: ανάμβατος Capitals: ΑΝΑΜΒΑΤΟΣ
Transliteration A: anámbatos Transliteration B: anambatos Transliteration C: anamvatos Beta Code: a)na/mbatos

English (LSJ)

ον, of a horse, A that one cannot mount, unbroken, X. Cyr.4.5.46.

German (Pape)

[Seite 197] nicht zu besteigen, ἵππος, Pferd ohne Reiter, nicht zugeritten, Xen. Cyr. 4, 5, 46.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάμβᾰτος: -ον, ἐπὶ ἵππου μὴ ἔχοντος ἱππέα, τούτους οὖν (τοὺς ἵππους) εἰ μὲν ἐάσωμεν ἀναμβάτους, ἄνευ ἀναβάτου, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 46. ― Ἐν τοῖς λεξικοῖς προστίθεται καὶ ἡ σημασία, «ὁ μὴ ἀμβατός, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀναβῇ, ἀδάμαστος», ἀλλ’ ἄνευ μαρτυρίας.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on ne peut monter (cheval).
Étymologie: ἀ, ἀναβαίνω.

Spanish (DGE)

-ον no montable, indómito del caballo, X.Cyr.4.5.46.

Greek Monolingual

ἀνάμβατος, -ον (Α)
(για άλογα) αυτός που δεν μπορεί να τον ιππεύσει κανείς, αδάμαστος, ατίθασος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν-στερ. + ἀμβατός < ἀναβαίνω, ποιητ. τ. αντί ἀναβατός) «αυτός, τον οποίο μπορεί κάποιος να ανεβεί»].

Greek Monotonic

ἀνάμβᾰτος: -ον, λέγεται για άλογο, αυτό που δεν έχει αναβάτη, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάμβᾰτος: не имеющий всадника, не используемый для верховой езды (ἵππος Xen.).

Middle Liddell


of a horse, that one cannot mount, Xen.