σιτέω
τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger
English (LSJ)
part. gen. A σιτεόντων Hp.Nat. Hom.9 (v.l. σιτευμένων): aor. 1 part. σιτήσας Hsch.:—elsewhere σιτέομαι, Ion. impf. σιτέσκοντο Od.24.209: fut. σιτήσομαι Ar.Nu.491, Pax 724, Arist.Mu.400b19: aor. ἐσιτήθην IG5(1).51.1 (Laconia); poet. σιτήθην Theoc.9.26: (σῖτος):—take food, eat, κλίσιον ἐν τῷ σιτέσκοντο Od. l.c., cf. Hdt.1.94, 133, Pl.Ap.36d; οἱ ἐν τῷ Μουσείῳ σιτούμενοι BGU73.4 (ii A.D.), etc. 2 c. acc., feed on, eat, ἰχθῦς, καρποὺς σιτέεσθαι, Hdt.1.200,202, cf. 71; ἐλπίδας A.Ag.1668; ἀπομαγδαλιάς Ar.Eq.414; τὴν σοφίαν Id.Nu. l.c.; ὅπως, οἷς αὐτὸς σιτοῖτο σίτοις, τούτοις ὅμοια παρατίθοιτο αὐτ X.Cyr.8.2.3; κρέας σ. Theoc. l.c. 3 eat of, ἀπό τινος Hld.2.23; τινι Scymn.854.
German (Pape)
[Seite 885] beköstigen, füttern, mästen, gew. med. sich beköstigen, d. i. essen, speisen; σιτέσκοντο, Od. 24, 209; c. acc., Aesch. frg. 192, der auch übertr. sagt οἶδ' ἐγὼ φεύγοντας ἄνδρας ἐλπίδας σιτουμένους, Ag. 1653; σοφίαν σιτήσομαι, Ar. Nubb. 483; ἀπομαγδαλιὰς κυνὸς βορὰν σιτεῖσθαι, Equ. 412; oft bei Her., auch absolut, 1, 94. 133; bes. Brot essen; λοῦσθαι καὶ σιτεῖσθαι, Plat. Legg. XII, 942 b; ἐν πρυτανείῳ σιτεῖσθαι, Apol. 36 d; Is. 6, 21; ὡς σιτοῖτο σίτοις, Xen. Cyr. 8, 2, 3.
Greek (Liddell-Scott)
σῑτέω: μετοχ. γεν. σιτεόντων Ἱππ. 228. 40 (διάφορ. γραφ. σιτευμένων)· ἀόρ. α΄ μετοχ. σιτήσας Ἡσύχ.· -ἀλλαχοῦ ὡς ἀποθετ. σιτέομαι. Ἰων. παρατ. σιτέσκοντο Ὀδ.· μέλλ. σιτήσομαι Ἀριστοφ. Νεφ. 491, Εἰρ. 724, Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 34· ἀόρ. ἐσιτήθην Συλλ. Ἐπιγρ. 1327, Δωρ. ποιητ. σιτάθην Θεόκρ. 9. 26· (σῖτος). Λαμβάνω τροφήν, τρώγω, οἶκος ἐν τῷ σιτέσκοντο Ὀδ. Ω. 209, οὕτως, Ἡρόδ. 1. 94, 133, Πλάτ. Ἀπολ. 36D· ἴδε Πρυτανεῖον Ι. 2) μετ’ αἰτ., ὡς τὸ Λατ. vescor, τρέφομαι ἔκ τινος, ἐσθίω, τρώγω τι, ἰχθῦς, καρποὺς σιτέεσθαι Ἡρόδ. 1. 71, 200, 202· ἐλπίδας Αἰσχύλ. Ἀγ. 1668· ἀπομαγδαλίας Ἀριστοφ. Ἱππ. 415 κἑξ. (ἔνθα ἴδε Br. καὶ Dind.)· τὴν σοφίαν ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ὅπως, οἷς αὐτὸς σιτοῖτο σίτοις, τούτοις ὅμοια παρατίθοιτο αὐτῷ Ξεν. Κύρ. 8. 1, 3· κρέας σ. Θεόκρ. ἔνθ’ ἀνωτ. 3) μετὰ γεν., τρώγω μέρος ἔκ τινος, Φυλῆς π. Ζῴων ἰδιότ. 1. 24· ἀπό τινος Ἡλιόδ. 2. 23· τινι Σκύμν. 8. 54.