συνεπανορθόω

From LSJ
Revision as of 11:00, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπανορθόω Medium diacritics: συνεπανορθόω Low diacritics: συνεπανορθόω Capitals: ΣΥΝΕΠΑΝΟΡΘΟΩ
Transliteration A: synepanorthóō Transliteration B: synepanorthoō Transliteration C: synepanorthoo Beta Code: sunepanorqo/w

English (LSJ)

aor. συνεπηνώρθωσα (cf. ἀνορθόω) D.10.34:—A join in re-establishing, l.c., Plb.30.20.4.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπανορθόω: ἀόρ. συνεπηνώρθωσα (ἴδε ἀνορθόω) Δημ. 140. 14 ― ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος ἄλλου ἐπανορθώνω, διορθώνω, Δημ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πολύβ. 30. 18, 4.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ao. συνεπηνώρθωσα;
aider à restaurer.
Étymologie: σύν, ἐπανορθόω.

Greek Monotonic

συνεπανορθόω: αόρ. αʹ συνεπηνώρθωσα (βλ. ἀνορθόω), συμβάλλω στην αποκατάσταση, την επανόρθωση, παλινορθώνω, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

συνεπανορθόω: (aor. συνεπηνώρθωσα) вместе восстанавливать, вновь приводить в порядок (τὰ τῆς πόλεως πράγματα Dem.; τὴν Βοιωτίαν ἐπταικυῖαν Polyb.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-επανορθόω helpen weer in orde te brengen.

Middle Liddell

aor1 συνεπηνώρθωσα [v. ἀνορθόω
to join in reestablishing, Dem.