προαναιρέω

From LSJ
Revision as of 17:55, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προαναιρέω Medium diacritics: προαναιρέω Low diacritics: προαναιρέω Capitals: ΠΡΟΑΝΑΙΡΕΩ
Transliteration A: proanairéō Transliteration B: proanaireō Transliteration C: proanaireo Beta Code: proanaire/w

English (LSJ)

A take away before, ἢν μή με προανέλῃ τὸ γῆρας Isoc.12.34; τοὺς χρόνους π. τῆς πόλεως D.19.183; ἃ ἐροῦσι π. refute by anticipation, Arist.Rh.1418b11; kill, destroy first, ἀδελφὸν φαρμάκοις J.AJ 15.4.1, cf. Plu.Caes.28, Luc.JTr.25, App.Mith.48, Ach. Tat.3.4; τῆς αἰσθήσεως προανελὼν τὸ αἰσθανόμενον, i.e. πρὸ τῆς αἰσθήσεως, Plu.2.517a:—Pass., Id.2.820f, Hld.9.24. II Med., catch first, [τὴν σφαῖραν] Poll.9.104. III Pass., to be chosen as a representative, IG12(7).22.5 (Amorgos, iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 706] (s. αἱρέω), vorher auf- und wegnehmen, wegschaffen; τοὺς χρόνους εἰ μὴ προανεῖλε τῆς πόλεως, Dem. 19, 183; Arist. rhet. 3, 17; ἢν μή με προανέλῃ τὸ γῆρας, vorher hinraffen, Isocr. 12, 34; auch = tödten, Plut. comp. Pelop. 1.

Greek (Liddell-Scott)

προαναιρέω: ἀφαιρῶ ἐκ τοῦ μέσου πρότερον, ἢν μή με προανέλῃ τὸ γῆρας Ἰσοκρ. 239Ε· τοὺς χρόνους εἰ μὴ προανεῖλε τῆς πόλεως Δημ. 398 ἐν τέλ.· ἃ ἐροῦσι προανελών, προαναιρέσας ὅσα ἔμελλον νὰ εἴπωσιν, Ἀριστ. Ρητορ. 3. 17, 14· τὸν ἀνταγωνιστὴν πρ. Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 25, κτλ. ― Μέσ., λαμβάνω, πιάνω πρῶτος, τὴν σφαῖραν Πολυδ. Θ΄, 104.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. προαναιρήσω, ao.2 προανεῖλον, etc.
emporter ou anéantir auparavant, acc. ; fig. réfuter d’avance, acc..
Étymologie: πρό, ἀναιρέω.

Greek Monotonic

προαναιρέω: μέλ. -ήσω, αόρ. βʹ -ανεῖλον· απομακρύνω από πριν, αναιρώ εκ των προτέρων, αποσύρω προκαταβολικά, σε Δημ.· αναιρώ όσα σκόπευα να πω εξαιτίας μιας πρόβλεψης, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

προᾰναιρέω: (aor. 2 προανεῖλον)
1) заранее уничтожать, похищать, губить (τινα Isocr., Plut., Luc.); заранее расточать (τοὺς χρόνους Dem.);
2) заранее опровергать: ἃ ἐροῦσι προανελών Arst. предвосхитив в своем возражении то, что они могли сказать.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-αναιρέω van tevoren wegnemen; Dem. 19.183; van uitspraken van tevoren weerleggen; van pers. van tevoren uit de weg ruimen.

Middle Liddell

fut. ήσω aor2 -ανεῖλον
to take away before, Dem.: to refute by anticipation, Arist.