θρασυκάρδιος

From LSJ
Revision as of 18:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust

Menander, Monostichoi, 424
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρασυκάρδιος Medium diacritics: θρασυκάρδιος Low diacritics: θρασυκάρδιος Capitals: ΘΡΑΣΥΚΑΡΔΙΟΣ
Transliteration A: thrasykárdios Transliteration B: thrasykardios Transliteration C: thrasykardios Beta Code: qrasuka/rdios

English (LSJ)

ον, A bold of heart, Il.10.41, 13.343, Hes.Sc.448, Anacr.1.5, B.19.5.

German (Pape)

[Seite 1216] kühnherzig, muthig; Il. 10, 41. 13, 343; Hes. Sc. 448.

Greek (Liddell-Scott)

θρᾰσυκάρδιος: ον. γενναιόκαρδος, «εὔτολμος» (Σχόλ), Ἰλ. Κ. 41, Ν 343∙ ἐκ διορθώσεως ἐν Ἀνακρ. 1. 4 (ἐκ τῶν Ρητ. (Walz) τ. β. σ. 129) ἀντὶ θρεοκάρδιος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au cœur intrépide.
Étymologie: θρασύς, καρδία.

English (Autenrieth)

stout-hearted. (Il.)

Greek Monolingual

θρασυκάρδιος, -ον (ΑΜ)
μσν.
αυθάδης
αρχ.
τολμηρός, γενναιόκαρδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ- + -κάρδιος (< καρδία), πρβλ. εγκάρδιος, σπαραξικάρδιος].

Greek Monotonic

θρᾰσυκάρδιος: -ον (καρδία), αυτός που έχει γενναία καρδιά, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

θρᾰσῠκάρδιος: с отважным сердцем, храбрый, дерзновенный Hom., Hes.

Middle Liddell

θρᾰσυ-κάρδιος, ον καρδία
bold of heart, Il.