προκαταφεύγω

From LSJ
Revision as of 19:50, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")

ὑμέναιον ἄνορμον εἰσπλεῖν → sail into a marriage that is no haven

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκαταφεύγω Medium diacritics: προκαταφεύγω Low diacritics: προκαταφεύγω Capitals: ΠΡΟΚΑΤΑΦΕΥΓΩ
Transliteration A: prokatapheúgō Transliteration B: prokatapheugō Transliteration C: prokatafeygo Beta Code: prokatafeu/gw

English (LSJ)

A escape to a place of safety first, Th.3.78; ἐς τὴν Ναύπακτον Id.2.91; πρὸς τὸ ἱερόν, of suppliants seeking sanctuary, Id.1.134.

German (Pape)

[Seite 729] (s. φεύγω), vorher seine Zuflucht wohin nehmen; Thuc. 1, 134. 2, 91; D. Cass.

Greek (Liddell-Scott)

προκαταφεύγω: μέλλ. -φεύξομαι, καταφεύγω εἰς ἀσφαλῆ τόπον πρότερον, Θουκ. 3. 78· ἐς τήν Ναύπακτον ὁ αὐτ. 2. 91· πρὸς τὸ ἱερὸν, ἐπὶ ἱκετῶν ζητούντων ἄσυλον, ὁ αὐτ. 1. 134.

French (Bailly abrégé)

se réfugier auparavant.
Étymologie: πρό, καταφεύγω.

Greek Monolingual

Α
1. καταφεύγω εκ τών προτέρων σε ασφαλές μέρος για να βρω προστασία («καὶ φθάνουσιν αὐτοὺς πλὴν μιᾱς νεὼς προκαταφυγοῦσαι πρὸς τὴν Ναύπακτον [αἱ νῆες]», Θουκ.)
2. (για ικέτες) καταφεύγω εκ τών προτέρων σε ιερό για να εξασφαλιστώ με την προστασία του θεού («πρὸς τὸ ἱερὸν τῆς Χαλκιοίκου χωρῆσαι... καὶ προκαταφυγεῖν», Θουκ.).

Greek Monotonic

προκαταφεύγω: μέλ. -φεύξομαι, δραπετεύω από πριν σε ασφαλές μέρος, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

προκαταφεύγω: ранее убегать, укрываться, искать или находить убежище (ἐς τὴν Ναύπακτον, πρὸς τὸ ἱερόν Thuc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-καταφεύγω bijtijds ontsnappen.

Middle Liddell

fut. -φεύξομαι
to escape to a place of safety before, Thuc.